Εκατοντάδες πρόσφυγες που έφτασαν μετά τις 15 Μαρτίου 2017 σε άλλη χώρα της Ε.Ε. μέσω της Ελλάδας κινδυνεύουν να επιστραφούν. Τα δικαιώματά τους και το μέλλον τους βρίσκονται σε κίνδυνο, διότι η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε -υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ως κίνηση καλής θελήσεως- να δεχτεί συμβολικά την επιστροφή των πρώτων προσφύγων από άλλες χώρες της Ε.Ε. βάση του κανονισμού Δουβλίνου ΙΙΙ. Η Γερμανία έως το τέλος Ιουλίου είχε στείλει αιτήσεις για την επιστροφή 392 ατόμων στην Ελλάδα, ανάμεσά τους και οικογένειες, σύμφωνα με πληροφορίες.
Ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ προβλέπει ότι οι πρόσφυγες πρέπει να παραμείνουν στην πρώτη χώρα εισόδου τους στην Ε.Ε. και εκεί όπου έχουν δώσει για πρώτη φορά τα δακτυλικά τους αποτυπώματα. Ο κανονισμός αυτός τους υποχρεώνει να υποβάλουν αίτηση ασύλου στη χώρα αυτή. Η Ελλάδα όμως εξακολουθεί να είναι χώρα διέλευσης για τους περισσότερους πρόσφυγες, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορεί να εξασφαλίσει την κάλυψη των βασικών αναγκών τους. Πάνω απ’ όλα παρατηρείται έλλειψη στήριξης και προοπτικής για τους πρόσφυγες που λαμβάνουν στην Ελλάδα καθεστώς διεθνούς προστασίας, όπως είχε επισημανθεί σε πρόσφατο νομικό σημείωμα της PRO ASYL/RSA . Για το λόγο αυτό πολλοί από όσους έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες στην Ελλάδα προσπαθούν να μεταβούν σε άλλο κράτος- μέλος της Ε.Ε. και να ζητήσουν προστασία εκεί.
Χωρίς προοπτική
«Η έλλειψη ενός εθνικού σχεδίου προστασίας και ένταξης των δικαιούχων διεθνούς προστασίας σε συνδυασμό με το ελλιπές σύστημα κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα και τις καταστροφικές επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας στον πληθυσμό, έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η κάλυψη ούτε των βασικών κοινωνικών αναγκών που διασφαλίζουν στο ελάχιστο μια αξιοπρεπή διαβίωση. Έχουμε συναντήσει επανειλημμένως πρόσφυγες που κατέχουν άδειες παραμονής, αλλά δεν μπορούν να διασφαλίσουν ούτε τα βασικά της διαβίωσής τους και παραμένουν χωρίς προοπτική βελτίωσης της κατάστασής τους», τονίζει η Μαριάννα Τζεφεράκου, δικηγόρος στην Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο. Στις αρχές του 2011 μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση M.S.S. κατά του Βελγίου και της Ελλάδας, η Γερμανία μαζί με τα αλλά κράτη- μέλη της Ε.Ε. αποφάσισε να σταματήσει τις επιστροφές στην Ελλάδα λόγω των ελλείψεων στις συνθήκες υποδοχής και στο σύστημα ασύλου. Έτσι το 2016 η Ελληνική Υπηρεσία Ασύλου είχε μεν λάβει συνολικά 4.415 αιτήματα για επιστροφές, τη μεγάλη πλειοψηφία των οποίων είχε καταθέσει η Ουγγαρία. Τελικά, επέστρεψαν εκείνη τη χρονιά μόνο τρία άτομα στο πλαίσιο του κανονισμού του Δουβλίνου – δύο από την Ουγγαρία και ένα από την Ελβετία.
Τον Δεκέμβριο του 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άνοιξε τελικά το κουτί της Πανδώρας με τη σύσταση για την επανέναρξη των επιστροφών υπό προϋποθέσεις και σε κατάλληλες συνθήκες στην χώρα υποδοχής. Με τον τρόπο αυτό έγινε ένα βήμα προς την κατεύθυνση μίας άδικης μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία θα εγκλωβίζει την πλειοψηφία των νεοαφιχθέντων προσφύγων στα νοτιοανατολικά σύνορα της Ευρώπης, σε χώρες όπως η Ελλάδα που μαστίζεται από την οικονομική κρίση. Σε δήλωσή του σε γερμανική εφημερίδα τον Μάρτιο ο ίδιος ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς είχε πεί ότι η Ελλάδα δεν έχει οικονομικούς πόρους αλλά ούτε και χωρητικότητα για να δεχτεί πρόσφυγες που επιστρέφονται από χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Δεν είναι μόνο η Γερμανία που έχει αποφασίσει να επιστρέψει στην Ελλάδα αιτούντες άσυλο, αν και η πλειοψηφία των αιτήσεων επιστροφής προέρχεται από εκεί. Αιτήσεις έχουν κάνει ως τώρα εκτός από τη Γερμανία, η Ελβετία, το Βέλγιο, η Νορβηγία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Ολλανδία, το Ηνωμένα Βασίλειο, το Λουξεμβούργο και η Τσεχία.
Προβληματικές οι συνθήκες υποδοχής και η πρόσβαση στο άσυλο
Η απόφαση αυτή αναμένεται να έχει δραματικές συνέπειες για εκατοντάδες πρόσφυγες που έχουν πλέον φτάσει στη Γερμανία και άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. Μόλις στα τέλη Μαΐου το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας ανέστειλε την επιστροφή Σύρου πρόσφυγα, ο οποίος είχε λάβει καθεστώς διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί δεν είχε διαπιστωθεί ότι τουλάχιστον κατά την αρχική περίοδο μετά την επιστροφή του θα είχε πρόσβαση σε στέγη, τροφή και υγιεινή. Ο ίδιος υποστήριξε ότι μετά την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα στην Ελλάδα δεν έλαβε οποιαδήποτε βοήθεια από το κράτος και αναγκάστηκε να ζήσει στο δρόμο. Το Βερολίνο και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κλείνουν επίσης τα μάτια μπροστά στο γεγονός ότι ακόμα και σήμερα η πρόσβαση στο άσυλο στην Ελλάδα στις περισσότερες περιπτώσεις γίνεται μέσω Skype. Επίσης, με το άνοιγμα δεκάδων χώρων φιλοξενίας και διαμερισμάτων μπορεί μεν να έχει βελτιωθεί το πρόβλημα σχετικά με την έλλειψη στέγης για τους πρόσφυγες, αλλά οι συνθήκες υποδοχής παραμένουν προβληματικές. Ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση ΜΚΟ από χώρους φιλοξενίας και την ανάληψη βασικών υπηρεσιών από κυβερνητικούς φορείς, όπως π.χ. της ιατρικής φροντίδας, υπάρχουν βάσιμοι φόβοι για την επιδείνωση των προβλημάτων στους χώρους αυτούς. «Θα έχουμε τραγικές ανθρωπιστικές συνέπειες, γιατί ακόμα και σήμερα πολλοί αιτούντες άσυλο δεν έχουν πρόσβαση σε στέγαση στην Ελλάδα, παρά τη δημιουργία των κέντρων φιλοξενίας. Παράλληλα, ολοένα περισσότεροι πρόσφυγες θα καταλήγουν αναγκαστικά στα χέρια των διακινητών και θα προσπαθούν να ακολουθήσουν πιο επικίνδυνες διαδρομές προκειμένου να μην αφήσουν τα δακτυλικά τους αποτυπώματα στην Ελλάδα», λέει ο Yonous Muhammadi από το Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων.
Κατασταλτική και η πολιτική στις οικογενειακές επανενώσεις
Η επανέναρξη επιστροφών στην Ελλάδα θα πρέπει να ερμηνευτεί στο πλαίσιο της ενίσχυσης της κατασταλτικής μεταναστευτικής πολιτικής στην Ε.Ε., αλλά και της γερμανικής προεκλογικής εκστρατείας εν όψει των επερχόμενων εκλογών του Σεπτεμβρίου. Επίσης, η μαζική μείωση των μεταφορών μέσω Δουβλίνου ΙΙΙ στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης από την Ελλάδα στη Γερμανία -δηλαδή προς την αντίθετη κατεύθυνση- από το Απρίλιο του 2017 και έπειτα είναι μέρος της απάνθρωπης πολιτικής της αποτροπής. Η Ελλάδα ακολουθεί τη γερμανική γραμμή όπως φαίνεται σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης, ιδιαίτερα για τη στήριξη στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης. Αυτή η στάση μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως υποχώρηση στην εξάρτηση από τους Ευρωπαίους εταίρους σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Αυτό το πολιτικό παιχνίδι όμως γίνεται εις βάρος των προσφύγων.
«Κύμα» αιτήσεων επιστροφής
Δεκάδες πρόσφυγες σε χώρες της Ε.Ε. λαμβάνουν αυτό το διάστημα τις αποφάσεις για επιστροφή στην Ελλάδα. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ελλάδα έχει κάνει δεκτές 4 επιστροφές από τη Γερμανία βάσει Δουβλίνου ΙΙΙ. Και στις 4 περιπτώσεις έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα. Ειδικοί εκτιμούν ότι θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο η Ελλάδα να είναι σε θέση να προσφέρει τις αναγκαίες εγγυήσεις για τις συνθήκες στις οποίες θα φιλοξενηθούν όσοι επιστραφούν και κυρίως οι οικογένειες.
Οι επιστροφές ιδιαίτερα ευάλωτων αναγνωρισμένων προσφύγων από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. επιβεβαιώνουν ότι έχει δοθεί πράσινο φως για αυτήν την απάνθρωπη τακτική της αναγκαστικής επιστροφής σε χώρες που δεν μπορούν να τους παρέχουν προστασία και κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης ή ακόμη και να εγγυηθούν την επιβίωσή τους. Ο κανονισμός του Δουβλίνου ΙΙΙ είχε χαρακτηριστεί από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή νεκρός. «Ο κανονισμός του Δουβλίνου δεν λειτουργεί βέβαια πλέον. Εφαρμόζεται ωστόσο έως ότου αντικατασταθεί από ένα καινούργιο σύστημα. Προς το παρόν είναι μια γκρίζα ζώνη», δήλωσε ο Ευρωπαίος Επίτροπος για τη Μετανάστευση Δημήτρης Αβραμόπουλος στο μαγκαζίνο Report Mainz της γερμανικής κρατικής τηλεόρασης ARD. Η απάντησή του σε ερώτηση για τις συνθήκες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι όσοι επιστρέφονται στην Ελλάδα ή την Ιταλία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξαιρετικά κυνική: «Δεν θα πρέπει να διαμαρτύρονται. Απλά πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στις τοπικές αρχές, στην Ελλάδα, την Ιταλία ή οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Συγκλονιστικές μαρτυρίες
Οι πρόσφυγες όμως που έχουν επιστραφεί έως σήμερα βιώνουν από πρώτο χέρι την ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση στην Ελλάδα. Η Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο συγκέντρωσε μαρτυρίες ιδιαίτερα ευάλωτων προσφύγων που έχουν επιστραφεί στην Ελλάδα φέτος, κυρίως από σκανδιναβικές χώρες, και οι οποίοι αποφάσισαν να φύγουν από την Ελλάδα παρόλο που είχαν λάβει εδώ καθεστώς διεθνούς προστασίας ή άδεια παραμονής. Στις αρχές του χρόνου η S., μία σοβαρά τραυματισμένη πρόσφυγας από το Ιράν, απελάθηκε από τη Σουηδία μετά από ένα μήνα κράτησης και κατέληξε αμέσως άστεγη στους δρόμους της Αθήνας. «Δεν ήθελαν καν να ακούσουν τι ήθελα να πω. Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω στις σουηδικές αρχές τους λόγους για τους οποίους έφυγα από την Ελλάδα. Είμαι θύμα βίας. Στη Σουηδία ήμουν σε ψυχολογική θεραπεία. Παρόλα αυτά με έστειλαν πίσω», λέει.
Επίσης δύο γυναίκες με σοβαρό πρόβλημα υγείας στάλθηκαν τον Μάρτιο πίσω στην Ελλάδα μαζί με τα νεογέννητα παιδιά τους από τη Νορβηγία και τη Σουηδία. Και οι δύο θέλουν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους γιατί φοβούνται ότι θα στιγματιστούν. Έχουν βιώσει ρατσισμό και κακομεταχείριση αλλά και αδιαφορία κρατικών φορέων και κάποιων ΜΚΟ για τη δύσκολη κατάστασή τους. «Έλαβα καθεστώς επικουρικής προστασίας στην Ελλάδα το 2015. Πήγα στη Σουηδία το 2016 επειδή ήμουν έγκυος και δεν μπορούσα να πάρω τα απαραίτητα φάρμακα εδώ. Με επέστρεψαν πίσω τον Μάρτιο, όταν το μωρό μου ήταν δύο μηνών. Δεν έλαβα κάποια βοήθεια στην Ελλάδα. Δεν ήξερα καν πού μπορώ να λάβω δωρεάν πάνες και γάλα. Όταν δεν έχω γάλα δίνω στο μωρό πορτοκαλάδα. Επίσης έχω βρει πάνες τις οποίες μπορώ να πλένω και να ξαναχρησιμοποιώ. Δουλεύω για 5 ευρώ την ημέρα. Είναι σκληρή δουλειά και τα χρήματα λίγα. Δεν μπορώ να ζήσω από αυτά. Αλλά είναι καλύτερα από το τίποτα», λέει μία από τις δύο γυναίκες.