
Περισσότεροι από 1600 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο βρίσκονται σε περιορισμό στη δομή φιλοξενίας στην Μαλακάσα κατά τη διάρκεια του υγειονομικού αποκλεισμού (καραντίνα) με περισσότερους από τους μισούς να μην είναι επίσημα καταγεγραμμένοι και τουλάχιστον 250 να ζουν σε αυτοσχέδια καταλύματα και κοινόχρηστους χώρους (σχετική ενότητα εδώ)
Τον τελευταίο χρόνο, στο κέντρο ανοιχτής φιλοξενίας στην Μαλακάσα, 40 χιλιόμετρα μακρυά από την Αθήνα, καταφεύγουν όλο και περισσότεροι άστεγοι αιτούντες άσυλο για να βρουν καταφύγιο. Στην πλειοψηφία τους οι νεοεισερχόμενοι έχουν διασχίσει τα σύνορα από την περιοχή του Έβρου. Σήμερα σχεδόν το 60% του πληθυσμού του κέντρου δεν είναι εγγεγραμμένοι ως διαμένοντες από το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου ενώ επίσημη μέγιστη χωρητικότητα των 1.589 ατόμων έχει προ πολλού ξεπεραστεί.
Στο ενημερωτικό δελτίο το οποίο δημοσιεύεται στα αγγλικά με τον τίτλο «Εδώ που είμαστε, πρέπει μόνοι μας να βοηθήσουμε τον εαυτό μας», η Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) και η PRO ASYL έχουν καταγράψει 27 περιπτώσεις προσφύγων και αιτούντων άσυλο που αναζήτησαν καταφύγιο στο κέντρο φιλοξενίας χωρίς προγενέστερη επίσημη παραπομπή. Οι περισσότεροι έφθασαν από την περιοχή του Έβρου και ορισμένοι από τα νησιά και περιγράφουν τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης και τις ιδιαίτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η έρευνα που παρουσιάζεται σε αυτό το ενημερωτικό κείμενο δείχνει τη συστηματική αποτυχία των ελληνικών αρχών να παρέχουν κατάλυμα σε άτομα που φτάνουν από την περιοχή του Έβρου και να εγγυηθούν την έγκαιρη πρόσβασή τους στο σύστημα υποδοχής. Παραμένουν άστεγοι και σε επισφαλή καταλύματα για μήνες και εκτίθενται σε κινδύνους για την ψυχική και σωματική τους υγεία. Το κείμενο εστιάζει επίσης στις ανεπαρκείς συνθήκες υποδοχής και τις ελλείψεις προσωπικού του κέντρου φιλοξενίας της Μαλακάσας ειδικά για όσους δεν έχουν επίσημα καταγραφεί ως διαμένοντες και τις ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ευάλωτες περιπτώσεις.
Το κέντρο φιλοξενίας αποτελείται από 264 κοντέινερ/οικίσκους και 28 διαμερίσματα/δωμάτια. Ωστόσο, η αύξηση των αφίξεων αιτούντων άσυλο από τα χερσαία σύνορα από τις αρχές του 2018 οδήγησε στη αυτοσχέδια εγκατάσταση καλοκαιρινών σκηνών και πρόχειρων καταλυμάτων από τους νεοεισερχόμενους κατά την άφιξή τους στο κέντρο, ελλείψει άλλης διαθέσιμης λύσης για όσους δεν είχαν παραπεμφθεί εκεί από τις Αρχές. Σήμερα υπάρχουν περισσότερα από 100 τέτοια αυτοσχέδια καταλύματα μέσα στο κέντρο. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, στις 5 Απριλίου 2020, εντοπίστηκε το πρώτο θετικό κρούσμα Covid-19 και το κέντρο φιλοξενίας τέθηκε σε καραντίνα 14 ημερών.
Για περισσότερα από τρία χρόνια από το άνοιγμά του και έως τις 23 Μαρτίου 2020, το κέντρο φιλοξενίας της Μαλακάσας όπως και σχεδόν όλες οι άλλες δομές φιλοξενίας στην ενδοχώρα, δεν διέθετε κάποια νομική βάση, παράγοντας που συνέτεινε στις κακές συνθήκες υποδοχής. Οι συνεχείς ελλείψεις που ανέφεραν οι διαμένοντες από την έναρξη λειτουργίας της δομής έως σήμερα είναι η απομακρυσμένη και απομονωμένη τοποθεσία του, η περιορισμένη πρόσβαση σε νομικές, ιατρικές και κοινωνικές υπηρεσίες, ειδικά για άτομα με ευαλωτότητες και οικογένειες με μικρά παιδιά και το γενικότερο αίσθημα ανασφάλειας. Αναφέρθηκε επίσης με έμφαση η επιδείνωση της κατάστασής τους κατά την πανδημία.
Αν και ελήφθησαν ειδικά μέτρα μετά το κλείσιμο του κέντρου όπως η παροχή αριθμού επικοινωνίας έκτακτης ανάγκης και η διανομή πακέτων τροφίμων και πακέτων υγιεινής, οι ερωτηθέντες αισθάνονται «σαν ποντίκια μέσα στην παγίδα»: Οι κακές συνθήκες υγιεινής, τα υπερπλήρη καταλύματα και οι κοινόχρηστες τουαλέτες/ ντους αυξάνουν τον κίνδυνο μολύνσεων και καθιστούν το μέτρο για κοινωνική απομάκρυνση (social distancing) ανέφικτο, ειδικά για όσους διαμένουν σε σκηνές. Οι περιορισμένες νομικές, ιατρικές και ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες στο κέντρο καλύπτουν μόνο τις πολύ βασικές ανάγκες. Οι υπηρεσίες που παρέχονται εντός του κέντρου μειώθηκαν περαιτέρω, καθώς πλέον υπάρχει μόνο προσωπικό ασφαλείας από τους Οργανισμούς και Αρχές που παρέχουν υποστήριξη στην διαχείριση και πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη. Η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας από ΜΚΟ που εδρεύουν στην Αθήνα δεν είναι εφικτή με τους περιορισμούς που έχουν τεθεί λόγω της καραντίνας και της πανδημίας.
Ο Sayed Ali* 36 ετών από το Αφγανιστάν ζει στο κέντρο με τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά (ηλικίας 5 και 10 ετών).
«Είμαστε κλειδωμένοι σε καραντίνα αλλά ζούμε δίπλα-δίπλα με δεκάδες άλλους σε μια μεγάλη σκηνή. Λένε: «Κρατήστε δύο μέτρα απόσταση μεταξύ σας». Αλλά ήμαστε κολλημένοι ο ένας στον άλλον μέρα και νύχτα. Μοιραζόμαστε τις βρώμικες τουαλέτες και τα ντους. Δεν έχουμε ζεστό νερό. Μερικές φορές δεν υπάρχει καθόλου τρεχούμενο νερό. Συναντιόμαστε στις βρύσες και στην σκηνή όλη την ώρα. Εάν κάποιος από εμάς κολλήσει τον ιό, όλοι θα μολυνθούμε. Η ψυχική υγεία όλων μας επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα. … »
Οι ερωτηθέντες που έφτασαν από την περιοχή του Έβρου ανέφεραν επίσης μια σειρά σοβαρών δυσχερειών που αντιμετωπίζουν στη πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου και καθυστερήσεις καταχώρισης των αιτημάτων τους που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει ακόμη και τους έξι μήνες. Αυτό τους αποκλείει ταυτόχρονα και από το χρηματικό επίδομα (cash-card), την κοινωνική ασφάλιση και σε τυχόν άλλες επιλογές για την παροχή στέγασης.
Επιπλέον, οι ερωτηθέντες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με τη διαδικασία οικογενειακής επανένωσης. Οι καθυστερήσεις των καταγραφών (ραντεβού) με το αρμόδιο γραφείο της Υπηρεσίας Ασύλου θέτουν σε κίνδυνο την δυνατότητα ορισμένων να επανενωθούν με την οικογένεια τους στη Γερμανία, καθώς οι γερμανικές αρχές διατηρούν την αυστηρή στάση τους για την τρίμηνη προθεσμία υποβολής αίτησης για οικογενειακή επανένωση.
Η Massoma* 27 ετών από το Αφγανιστάν ζει στο κέντρο φιλοξενίας με τα δύο μικρά κορίτσια της και έχει υποβάλει αίτηση για επανένωση με τον σύζυγό της που είναι στη Γερμανία.
«Το ραντεβού μας (με την Υπηρεσία Ασύλου) είχε προγραμματιστεί για έξι μήνες αργότερα. Δεν ήξερα τίποτα για προθεσμίες ή διαδικασίες. Βρήκαμε βοήθεια από μία οργάνωση έξω από το κέντρο. Μόνο με τη βοήθεια του δικηγόρου μας καταφέραμε να αλλάξουμε το ραντεβού μας για να υποβάλουμε αίτηση για οικογενειακή επανένωση την τελευταία στιγμή, αλλά εκείνη την ημέρα η Υπηρεσία Ασύλου έκλεισε λόγω του lock down. … Υποφέρουμε πολύ στη σκηνή. Αντιμετωπίζω σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Όταν τα πράγματα χειροτερεύουν, λιποθυμώ. Κάποια στιγμή υπήρξε ένας μεγάλος καυγάς στο λεγόμενο teahouse [πέτρινο κτίριο όπου οι διαμένοντες πίνουν τσάι]. Κράτησα τα παιδιά μου στην αγκαλιά μου και κάθισα στη μέση της σκηνής περιμένοντας να τελειώσουν οι κραυγές και οι ξυλοδαρμοί».
Οι RSA/PRO ASYL επαναλαμβάνουν το πάγιο αίτημά τους για την μεταφορά ευάλωτων προσφύγων που είναι άστεγοι ή ζουν σε υπερπλήρη κέντρα φιλοξενίας κάτω από δυσχερείς συνθήκες σε άλλες χώρες της Ε.Ε Οι οικογενειακές επανενώσεις θα πρέπει να διευκολυνθούν ειδικά λόγω της πανδημίας στη βάση της ανθρωπιστικής ρήτρας. Λόγω της διαρκούς και επιδεινούμενης κρίσης υποδοχής, οι RSA/PRO ASYL καλούν τα κράτη -μέλη της Ε.Ε να διατηρήσουν τη διακοπή των επιστροφών στην Ελλάδα βάση του Κανονισμού Δουβλίνου και να μην προβούν σε απελάσεις αναγνωρισμένων προσφύγων προς την Ελλάδα.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο στα αγγλικά εδώ:
Περιοριστικά μέτρα στην Μαλακάσα λόγω του COVID-19

Στις 21 Μαρτίου 2020, η κυβέρνηση με Κοινή Υπουργική Απόφαση (KYA) έθεσε προσωρινό περιορισμό της κυκλοφορίας των πολιτών τρίτων χωρών που διαμένουν στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) και στις Δομές Φιλοξενίας Αιτούντων Άσυλο όλης της Επικράτειας για ένα μήνα λόγω της πανδημίας Covid-19. Ένας εκπρόσωπος κάθε οικογένειας ή ομάδας που διαμένει σε αυτά τα κέντρα έχει δικαίωμα εξόδου μόνο μεταξύ 7:00π.μ. και 19:00μ.μ. για την κάλυψη βασικών αναγκών. Με την ίδια ΚΥΑ τέθηκαν περιορισμοί στην πρόσβαση και του προσωπικού διεθνών οργανισμών και ΜΚΟ στις δομές η οποία είναι δυνατή μόνο κατόπιν σχετικής αδείας. Λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Μαρτίου, επιβλήθηκε ο περιορισμός κυκλοφορίας των πολιτών σε όλη την επικράτεια, μέτρο το οποίο αργότερα παρατάθηκε στη συνέχεια έως τις 27 Απριλίου.
Το επιχειρησιακό σχέδιο «Αγνοδίκη» που περιγράφει τα ειδικά έκτακτα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν για τα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, ενεργοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε για πρώτη φορά στις 24 Μαρτίου 2020 από τη Γενική Γραμματεία Υποδοχής Αιτούντων Άσυλο. Σύμφωνα με αυτό, το προσωπικό του Εθνικού Οργανισμού Υγείας (EΟΔΥ) θα πρέπει να αυξηθεί σε όλες τις δομές και θα πρέπει να δημιουργηθούν τρεις ειδικές ενότητες για απομόνωση, εξέταση και ανάρρωση. Στις 5 Απριλίου 2020, επιπλέον το κέντρο φιλοξενίας της Μαλακάσας τέθηκε σε υγειονομικό αποκλεισμό (καραντίνα) 14 ημερών μετά τον εντοπισμό του πρώτου κρούσματος με Covid-19. Επί του παρόντος, υπάρχουν πέντε επιβεβαιωμένες περιπτώσεις Covid-19 στη Μαλακάσα και 23 στο κοντινό κέντρο φιλοξενίας της Ριτσώνα. Τις τελευταίες ημέρες το κέντρο φιλοξενίας στο Κουτσόχερο (Λάρισα) τέθηκε επίσης σε καραντίνα. Σε δήλωση του, ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων σε Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) εξέφρασε την ανησυχία του για την καθυστέρηση των Αρχών να εξετάσουν ύποπτο περιστατικό στη Μαλακάσα.
Σε δημόσια δήλωση του, ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νότης Μηταράκης, μίλησε για «προστασία της υγείας» στα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων. Ανέφερε, ότι: «Έχουμε πάρει έκτακτα μέτρα υγειονομικής προστασίας και καθαριότητας στις δομές και έχουμε ενισχύσει και την ενημέρωση των διαμενόντων στις γλώσσες που κατανοούν, ώστε να καταλάβουν τις έκτακτες συνθήκες που επικρατούν για τον κορωνοϊό». Οι Αρχές ανακοίνωσαν επίσης την ενίσχυση της παρουσίας προσωπικού του ΕΟΔΥ στο κέντρο φιλοξενίας καθώς και την κάλυψη των βασικών αναγκών τροφίμων και υγειονομικής περίθαλψης των κατοίκων κατά την περίοδο της καραντίνας.
Οι διαμένοντες στο κέντρο ανέφεραν ότι ελήφθησαν ειδικά μέτρα όπως αυτό του γενικού περιορισμού κυκλοφορίας (lock down) και επίσης μετά τον υγειονομικό περιορισμό (καραντίνα), όπως η διανομή πακέτων τροφίμων και υγιεινής σε όλους τους διαμένοντες. Τους δόθηκε επίσης η δυνατότητα να επικοινωνήσουν με τους υπεύθυνους διαχείρισης της δομής στη μητρική τους γλώσσα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης μέσω τηλεφώνου μέσω ενός ειδικού αριθμού whatsapp.
Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) και προσωπικό του ΕΟΔΥ συνεχίζουν να είναι παρόντες κατά την διάρκεια της καραντίνας, αλλά με προσωπικό έκτακτης ανάγκης στις εγκαταστάσεις κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες. Οι διαμένοντες δήλωσαν ότι τους ζητήθηκε να μην φύγουν από τα καταλύματά τους εάν είναι δυνατόν και γενικά να αποφύγουν τις κοινωνικές επαφές. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα άτομα που βρέθηκαν θετικά στον ιό τέθηκαν σε υγειονομικό αποκλεισμό (καραντίνα) μέσα στα δικά τους καταλύματα.
Ωστόσο, στη Μαλακάσα που βρίσκεται σε καραντίνα, πολλοί οικίσκοι και δωμάτια είναι υπερπλήρη, ενώ όσοι μένουν επίσης σε σκηνές και κοινόχρηστους χώρους και πρέπει να μοιράζονται ντους, τουαλέτες και βρύσες.
Οι κακές συνθήκες υγιεινής, τα υπερπλήρη καταλύματα και οι κοινόχρηστες τουαλέτες και ντους αυξάνουν τον κίνδυνο μολύνσεων και καθιστούν το μέτρο για κοινωνική απομάκρυνση (social distancing) ανέφικτο. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του υπουργείου Υγείας της Ελλάδας και τον εμπειρογνώμονα για λοιμώδεις νοσήματα Καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για άτομα που ζουν σε οικισμούς όπως τα κέντρα φιλοξενίας: «Στους κλειστούς πληθυσμούς υπάρχει αυξημένη πιθανότητα διασποράς και μετάδοσης ενός τέτοιου ιού που μεταδίδεται τόσο εύκολα».
Οι ερωτηθέντες που διαμένουν σε οικίσκους ανέφεραν ότι μπορούσαν να παραμείνουν απομονωμένοι και να τηρήσουν τα μέτρα, παρά τις δυσκολίες που είχαν. Όμως άνθρωποι που διαμένουν σε σκηνές ήταν απελπισμένοι, καθώς ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο και είναι αδύνατο να διατηρήσουν την κοινωνική απομάκρυνση ή να «μένουν στο σπίτι». Μέχρι την επιβολή του γενικού περιορισμού κυκλοφορίας σχημάτιζαν ουρές καθημερινά μπροστά από το κέντρο για να λάβουν δωρεάν γεύματα από εθελοντές. Μοιράζονται 30 τουαλέτες που περιγράφονται ως βρώμικες, 16 ντους και βρύσες και είπαν ότι δεν υπάρχει ζεστό νερό κάτι που καθιστά το πλύσιμο στο χέρι και την απολύμανση των αντικειμένων πιο δύσκολη. Σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, δεν τους χορηγήθηκαν μάσκες, γάντια και απολυμαντικά από τις Αρχές αλλά μόνο χλωρίνη και σαπούνι.
Οι αιτούντες άσυλο με τους οποίους μιλήσαμε περιέγραψαν ότι αισθάνονταν «σαν ποντίκια στην παγίδα», δεν γνωρίζουν ποιος έχει μολυνθεί και ποιος όχι και δεν μπορούν να προστατευθούν. Προσπαθούν να μείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα στα καταλύματά τους, αλλά λόγω του περιορισμένου χώρου και της ήδη επιβαρυμένης ψυχολογίας τους, είναι δύσκολο. Μερικά άτομα άρχισαν να ράβουν τις δικές τους μάσκες, όπου ήταν δυνατόν. Μερικοί κατάφεραν να βρουν κάποιες μάσκες πριν την καραντίνα. Ανησυχούν ιδιαίτερα επειδή δεν διαθέτουν βασικά φάρμακα για την αντιμετώπιση του πυρετού και του βήχα και δεν είναι σίγουροι εάν θα είχαν πρόσβαση σε αυτά εάν χρειαστούν. Κάποια άτομα με χρόνιες παθήσεις είπαν ότι δεν είχαν επαρκή ποσότητα των φαρμάκων τους.
Κάποια άτομα εξέφρασαν φόβο να αναφέρουν συμπτώματα, καθώς δεν κατάλαβαν τι θα τους συνέβαινε σε μια τέτοια περίπτωση και πού θα μεταφέρονταν από τις Αρχές. Δύο ερωτηθέντες που παρουσίασαν βήχα και πυρετό και εξέφρασαν ανησυχία για τα συμπτώματά, όταν απευθύνθηκαν στον γιατρό τους είπε ότι τα συμπτώματα δεν ήταν ανησυχητικά και ότι αντιστοιχούσαν σε κρυολόγημα / γρίπη.
Οι ερωτηθέντες μίλησαν για ελλείψεις σε θρεπτικά και υγιεινά τρόφιμα, την έλλειψη τροφών όπως φρέσκα φρούτα και λαχανικά και ανεπαρκές λάδι, ρύζι και αλεύρι. Σε επτά περιπτώσεις, οι άνθρωποι δήλωσαν ότι δεν διέθεταν κάρτες χορήγησης χρηματικού βοηθήματος (cash-cards) ή ότι δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση λόγω ηλικίας ή νομικής κατάστασης. Είπαν ότι προσπάθησαν να δανειστούν από φίλους και φοβούνταν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση, καθώς εξαρτώνται πλήρως από τη βοήθεια των διαχειριστών της δομής. Μερικά άτομα δήλωσαν, ότι δεν είχαν άλλες αποταμιεύσεις και λόγω καραντίνας δεν μπορούσαν να παραλάβουν χρήματα που τους στέλνουν συγγενείς από το εξωτερικό ή να δανειστούν χρήματα από φίλους που ζουν έξω από το κέντρο, να βρουν δωρεάν φρούτα και λαχανικά όταν τελειώνουν οι εβδομαδιαίες αγορές (όπως προηγούμενα έκαναν) ή να έχουν πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια από ΜΚΟ που εδρεύουν στην Αθήνα.