Η Έννοια της «Ασφαλούς Τρίτης Χώρας»
Διατάξεις & Εφαρμογή στο Ελληνικό Σύστημα Ασύλου
PRO ASYL και Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA)
Περίληψη
Η έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας» επιστρέφει στο προσκήνιο των συστημάτων ασύλου στην Ευρώπη, καθώς οι κυβερνήσεις ανά την ήπειρο αναζητούν τρόπους μετακύλησης της ευθύνης τους για την εξέταση των αιτημάτων προστασίας των προσφύγων σε άλλα κράτη. Η έννοια αυτή, που αξιοποιείται ως λόγος απόρριψης των αιτήσεων ασύλου ως απαράδεκτων χωρίς εξέταση επί της ουσίας, αποτελεί κορωνίδα της πρόσφατης συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ) σε ενωσιακό επίπεδο και της υλοποίησης ή/και διερεύνησης εθνικών πολιτικών, από την Ελλάδα έως το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία. Οι πολιτικές για τις ασφαλείς τρίτες χώρες συχνά προσκρούουν ευθέως στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου. Για τον λόγο αυτό τίθενται συστηματικά υπό δικαστική αμφισβήτηση ενώπιον εθνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Η παρούσα μελέτη παραθέτει τους κυριότερους κανόνες της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας σε σχέση με την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας και αναλύει την εφαρμογή τους στο ελληνικό σύστημα ασύλου. Έμφαση δίνεται ιδίως στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), των ελληνικών δικαστηρίων και οιονεί δικαιοδοτικών οργάνων, ήτοι των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών αρμόδιων για την εξέταση των ενδικοφανών προσφυγών ασύλου στην Ελλάδα.
Κατά την υλοποίηση της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας, τα κράτη δεσμεύονται από μία σειρά από διαδικαστικές και ουσιαστικές απαιτήσεις, όπως θεσπίζονται ιδίως στην Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου, το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη νομολογιακή ερμηνεία τους. Οι βασικότερες νομικές απαιτήσεις που διέπουν την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας συνοψίζονται στα παρακάτω δέκα σημεία:
- Τα κράτη οφείλουν να θεσπίζουν κανόνες μεθοδολογίας σχετικά με την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας σε κάθε ατομική υπόθεση (Άρθρο 38, παρ. 2, περ. β΄ Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, ΔΕΕ C-564/18, C-924/19 PPU, C-821/19). Η μεθοδολογία πρέπει να προκύπτει από ενδελεχή αξιολόγηση της επάρκειας του συστήματος ασύλου της εν λόγω χώρας, βάσει διαθέσιμων αξιόπιστων πηγών (ΕΔΔΑ Ilias και Ahmed κατά Ουγγαρίας [Ευρ. Συνθ.]).
- Οι πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του ασύλου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην τρίτη χώρα πρέπει να είναι ακριβείς και επίκαιρες (Άρθρο 10, παρ. 3, περ. β΄ και αιτ. σκ. 48 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ; ΔΕΕ C-756/21).
- Στοιχεία από αξιόπιστες πηγές, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, το Συμβούλιο της Ευρώπης και τα όργανα της ΕΕ αναφορικά με την κατάσταση στην τρίτη χώρα θεωρούνται κατ’ αρχήν γνωστές στα κράτη μέλη (αιτ. σκ. 48 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, ΕΔΔΑ Ilias και Ahmed κατά Ουγγαρίας). Οι θέσεις της Ύπατης Αρμοστείας έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, ενόψει της εποπτικής αρμοδιότητας που της ανατίθεται από τη Σύμβαση της Γενεύης (ΔΕΕ C-621/21).
- Οι διπλωματικές εγγυήσεις που παρέχονται από την τρίτη χώρα δεν αποτελούν καθοριστικό αποδεικτικό μέσο της κατάλληλης μεταχείρισης των προσφύγων. Οι εγγυήσεις αυτές πρέπει να πληρούν προϋποθέσεις ποιότητας και αξιοπιστίας, οι οποίες αξιολογούνται βάσει κριτηρίων όπως η εξειδίκευσή τους, η διάρκεια και ισχύς των διμερών σχέσεων, η επαλήθευση μέσω μηχανισμών εποπτείας και η αποτελεσματικότητα της προστασίας κατά των βασανιστηρίων στην τρίτη χώρα (ΕΔΔΑ Othman κατά Ηνωμένου Βασιλείου).
- Οι πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση στην τρίτη χώρα, επί των οποίων στηρίζονται οι αρχές ασύλου, πρέπει να κοινοποιούνται στον αιτούντα (Άρθρα 12, παρ. 1, περ. δ΄ και 38, παρ. 2, περ. γ΄ Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
- Ο έλεγχος της τήρησης των κριτηρίων ασφαλείας που ορίζουν οι περ. α΄ έως ε΄ του Άρθρου 38, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ συνίσταται σε αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου (ΕΔΔΑ Paposhvili κατά Βελγίου). Η παρελθούσα βλάβη αποτελεί ένδειξη, όχι όμως απαραίτητη προϋπόθεση, του μελλοντικού κινδύνου (Άρθρο 4, παρ. 4 Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).
- Το απαιτούμενο επίπεδο προστασίας κατά της επαναπροώθησης που παρέχεται στην τρίτη χώρα αντιστοιχεί στο μέτρο του «πραγματικού κινδύνου» έκθεσης σε δίωξη, βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση (ΔΕΕ C-71/11, C-163/17, ΕΔΔΑ Ilias και Ahmed κατά Ουγγαρίας).
- Το κριτήριο του συνδέσμου με την τρίτη χώρα αξιώνει τη διεξαγωγή εξατομικευμένης αξιολόγησης των περιστάσεων του αιτούντος, διακριτής από τον έλεγχο των κριτηρίων ασφαλείας στην τρίτη χώρα. Μόνη η διέλευση δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο για τη συγκρότηση συνδέσμου με την τρίτη χώρα (ΔΕΕ C-564/18, C-924/19 PPU, C-821/19).
- Η έλλειψη προοπτικής επανεισδοχής του αιτούντος στην τρίτη χώρα κατά την έννοια του Άρθρου 38, παρ. 4 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δύναται να προκύπτει από διαφορετικές πραγματικές ή νομικές συνθήκες, αναγόμενες σε γενικευμένες ή ατομικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της μονομερούς αναστολής συμφωνίας επανεισδοχής και της σιωπηρής απόρριψης αιτημάτων επανεισδοχής.
- Τα αιτήματα ασύλου πρέπει να εξετάζονται επί της ουσίας σε περίπτωση απουσίας προοπτικής επανεισδοχής στην τρίτη χώρα. Στις περιπτώσεις αυτές τα κράτη μέλη δεν δύνανται να εφαρμόζουν την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας (αιτ. σκ. 44 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), εφόσον, δε, το αίτημα έχει ήδη απορριφθεί, το κράτος μέλος φέρει το βάρος εκ νέου εκκίνησης της διαδικασίας ασύλου.
Τα ευρήματα της ανάλυσης καταδεικνύουν σοβαρές πλημμέλειες στον χαρακτηρισμό ασφαλών τρίτων χωρών και στην εφαρμογή της έννοιας σε ατομικές αιτήσεις ασύλου στην Ελλάδα. Παρατίθενται δέκα σημεία όπου η ελληνική πρακτική αποκλίνει από τους εδραιωμένους κανόνες:
- Παράλειψη ενδελεχούς εξέτασης αξιόπιστων πληροφοριών για τις τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένων εκθέσεων των ενωσιακών θεσμών, πριν το νομοθετικό χαρακτηρισμό τους ως ασφαλών τρίτων χωρών.
- Κατάφωρες πλημμέλειες στην εφαρμογή των κανόνων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναφορικά με την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού από τις Επιτροπές Προσφυγών, οι οποίες εσφαλμένως κρίνουν ότι τρίτη χώρα δύναται να χαρακτηριστεί ασφαλής παρά τα αντίθετα στοιχεία αξιόπιστων πηγών.
- Παράλειψη της Υπηρεσίας Ασύλου και των Επιτροπών Προσφυγών να αξιολογούν αξιόπιστες πληροφορίες για τις τρίτες χώρες κατά τη λήψη απόφασης επί των αιτήσεων ασύλου. Συστηματική χρήση παρωχημένων, τυποποιημένων πληροφοριών από την Υπηρεσία Ασύλου και τις Επιτροπές Προσφυγών σε αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου.
- Κατάφωρη παρερμηνεία των κανόνων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σχετικά με τις διπλωματικές εγγυήσεις από τις Επιτροπές Προσφυγών. Κρίσεις σε α΄ και β΄ βαθμό στηριζόμενες σε παρωχημένες και αναξιόπιστες εγγυήσεις.
- Τυποποιημένες απαντήσεις της Υπηρεσίας Ασύλου περί άρνησης κοινοποίησης εγγράφων για την κατάσταση στην τρίτη χώρα σε αιτούντες, των οποίων οι υποθέσεις εξετάζονται με βάση την ασφαλή τρίτη χώρα.
- Κακή εφαρμογή του κανόνα του διεθνούς προσφυγικού δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναφορικά με την αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου, με αποτέλεσμα την αυθαίρετη απόρριψη αιτήσεων λόγω της μη προβολής παρελθούσας κακομεταχείρισης στην τρίτη χώρα από τους αιτούντες.
- Κακή εφαρμογή του πάγιου μέτρου απόδειξης του «πραγματικού κινδύνου» και σύγχυσης αυτού με τις αυστηρότερες προδιαγραφές που διέπουν τις μεταφορές αιτούντων μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ, με αποτέλεσμα την αυθαίρετη επιβολή απαίτησης προς τους αιτούντες να αποδεικνύουν «συστημικές πλημμέλειες» στο σύστημα ασύλου της τρίτης χώρας ή «μαζικές επαναπροωθήσεις» που δημιουργούν κίνδυνο για «παν πρόσωπο που επιστρέφεται» σε αυτήν.
- Ασυνεπής ερμηνεία των κριτηρίων ασφαλείας σε α΄ και β΄ βαθμό. Εσφαλμένη κρίση ζητημάτων ασφαλείας στο πλαίσιο του κριτηρίου του συνδέσμου από τις Επιτροπές Προσφυγών, ενδεικτικά κινδύνων για συγκεκριμένες ομάδες π.χ. γυναίκες, μειονότητες, καθώς και αδυναμίας πρόσβασης σε διαδικασίες και κοινωνικά δικαιώματα.
- Τυποποιημένη κρίση επί του συνδέσμου με την τρίτη χώρα χωρίς εξατομικευμένη εξέταση. Ασυνεπής ερμηνεία των στοιχείων που καθορίζουν την ύπαρξη συνδέσμου με την τρίτη χώρα, όπως η διάρκεια παραμονής και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
- Παράλειψη αξιολόγησης της πρόδηλης απουσίας προοπτικής επανεισδοχής στην τρίτη χώρα, ακόμη και όταν προβάλλεται ρητώς από τους αιτούντες. Έλλειψη πρόσβασης σε διαδικασία ασύλου συνεπεία της έλλειψης προοπτικής επανεισδοχής στην τρίτη χώρα, μεταξύ άλλων με αυθαίρετη απόρριψη μεταγενέστερων αιτήσεων ως στερούμενων «νέων ουσιωδών στοιχείων».