Επιστροφές Δουβλίνου στην Ελλάδα
Οι επιστραφέντες με τον Κανονισμό ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ αιτούντες άσυλο στερούνται πραγματικής πρόσβασης στο άσυλο και τη στέγαση στην Ελλάδα ενώ βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι και με κίνδυνο επανεισδοχής στην Τουρκία
Η μεταχείριση των αιτούντων άσυλο που επιστρέφονται στην Ελλάδα βάσει του Κανονισμού του Δουβλίνου παραμένει πλημμελής. Η περίπτωση του Γιάσερ*, αιτούντος που υποστηρίζεται από τους δικηγόρους της Υποστήριξης Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) και που επιστράφηκε από τη Γερμανία πριν από δύο χρόνια, αναδεικνύει τα εμπόδια στην πρόσβαση των επιστρεφόμενων στη διαδικασία ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής. Κατόπιν του χαρακτηρισμού της Τουρκίας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας», οι επιστρεφόμενοι αντιμετωπίζουν πλέον και τον κίνδυνο επανεισδοχής στην Τουρκία. Η σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση υιοθετήθηκε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνεχών και κλιμακούμενων από τον Μάρτιο του 2020 επαναπροωθήσεων προσφύγων στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα, καθώς και της εντατικοποίησης της διοικητικής κράτησης. Παράλληλα, υλοποιείται μία σταδιακή μεταβολή του ελληνικού συστήματος υποδοχής με την κατάργηση των ανοιχτών δομών φιλοξενίας και την καθιέρωση των μεγάλων «κλειστών ελεγχόμενης πρόσβασης κέντρων», ενώ εξακολουθεί η έλλειψη οποιαδήποτε συνεκτικής πολιτικής ενσωμάτωσης όσων λαμβάνουν διεθνή προστασία.
Παρά τις ανωτέρω συνθήκες, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης Σένγκεν συνεχίζουν να στέλνουν χιλιάδες αιτήματα εκ νέου ανάληψης βάσει του Κανονισμού του Δουβλίνου, με σκοπό να επιστρέψουν αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι μεταφορές Δουβλίνου προς την Ελλάδα υλοποιούνται κατόπιν της χορήγησης εγγυήσεων σε ατομική βάση από την Ελληνική Μονάδα Δουβλίνου, αναφορικά με τη μεταχείριση των επιστρεφόμενων σύμφωνα το ενωσιακό κεκτημένο για το άσυλο.
Ωστόσο, η υπόθεση του Γιάσερ, Σύρου πρόσφυγα που επιστράφηκε από τη Γερμανία βάσει του Κανονισμού του Δουβλίνου, είναι ενδεικτική της αδυναμίας της Ελλάδας να διασφαλίσει τη μεταχείριση των επιστρεφόμενων σύμφωνα με πρότυπα του ενωσιακού δικαίου.
Εμπόδια στην εκ νέου πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου
Ο Γιάσερ επιστράφηκε από τη Γερμανία στην Ελλάδα το 2019. Κατόπιν της άφιξής του, εμφανιζόταν κάθε μέρα ενώπιον του αρμόδιου Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου για να ενεργοποιήσει τη διαδικασία ασύλου του. Μετά από έξι ημέρες έλαβε κλήση για συνέντευξη, προγραμματισμένη ενάμισι χρόνο αργότερα. Δεν του χορηγήθηκε νέο δελτίο αιτούντος άσυλο ή άλλο ταυτοποιητικό έγγραφο. Αντ’αυτού, παραπέμφθηκε όπως καταθέσει δήλωση απώλειας του παλιού δελτίου του στο αστυνομικό τμήμα, ως προϋπόθεση για την έκδοση του δελτίου του εντός διμήνου. Ο Γιάσερ έλαβε το δελτίο του οκτώ μήνες μετά. Στο μεσοδιάστημα και χωρίς το εν λόγω έγγραφο, ήταν αδύνατη η πρόσβασή του σε κοινωνική και οικονομική υποστήριξη, σε ΑΜΚΑ, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και στέγαση.
Το 2021 και ενώ ο Γιάσερ ανέμενε ακόμη τη διεξαγωγή της συνέντευξής του, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε πράξη διακοπής της εξέτασης της αίτησής του, στηριζόμενη στις διατάξεις για τη σιωπηρή ανάκληση των αιτήσεων ασύλου, λόγω της προηγούμενης αποχώρησής του από την Ελλάδα το 2019. Με την πράξη αυτή, οι ελληνικές αρχές παραβίασαν τις εγγυήσεις τους σχετικά με τη δυνατότητα πρόσβασης του Γιάσερ στη διαδικασία ασύλου, παραβίασαν, ειδικότερα, το άρθρο 18, παρ. 2 του Κανονισμού του Δουβλίνου, σύμφωνα με το οποίο οι αιτούντες άσυλο τους οποίους αναλαμβάνει εκ νέου η Ελλάδα δύνανται να συνεχίσουν την εξέταση της αίτησης ασύλου τους κατόπιν της μεταφοράς τους.
Καμία εγγύηση παροχής συνθηκών υποδοχής
Παράλληλα, χωρίς προειδοποίηση ή έστω επίδοση της πράξης διακοπής, διακόπηκαν και πάλι οι υποτυπώδεις συνθήκες υποδοχής τις οποίες απολάμβανε ο Γιάσερ, όπως ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και οικονομικό βοήθημα. Ο Γιάσερ ζήτησε τη βοήθεια των δικηγόρων της RSA για να λάβει αντίγραφο της πράξης της Υπηρεσίας Ασύλου και να αιτηθεί την επανεξέτασή της αίτησής του με αίτηση θεραπείας.
Σε συνέχεια της αίτησης θεραπείας, η Υπηρεσία Ασύλου ενεργοποίησε εκ νέου τη διαδικασία του Γιάσερ και του χορήγησε νέο δελτίο αιτούντος άσυλο. Ωστόσο, από τον Ιούλιο του 2021, οι αιτούντες άσυλο που ζουν εκτός των δομών αρμοδιότητας του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου δεν δικαιούνται πλέον οικονομικό βοήθημα, παρά το γεγονός ότι οι αιτούντες δεν δύνανται να αιτηθούν απευθείας στέγαση στο Υπουργείο. Δεδομένου ότι δεν στεγάζεται σε δομή του Υπουργείου, ο Γιάσερ δεν δικαιούνται το οικονομικό βοήθημα που παρέχεται σε αιτούντες άσυλο. Περαιτέρω, από τον Οκτώβριο του 2021, δεν χορηγείται εγκαίρως στους αιτούντες το οικονομικό βοήθημα, κατόπιν της μεταφοράς αρμοδιότητας του σχετικού προγράμματος από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, ενώ σε πρόσφατη συνάντηση οι αρχές ανέφεραν ότι δεν δίνονται γεύματα στο 60% του πληθυσμού στους καταυλισμούς, μεταξύ των οποίων και απορριφθέντες αιτούντες άσυλο.
Υπαγωγή σε διαδικασία παραδεκτού βάσει της ΚΥΑ για την «ασφαλή τρίτη χώρα»
Κατόπιν της έκδοσης της Κοινής Υπουργικής Απόφασης περί χαρακτηρισμού της Τουρκίας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας» για όλους όσους προέρχονται από τη Συρία, το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, το Πακιστάν και το Μπανγκλαντές τον Ιούνιο του 2021, η αίτηση ασύλου του Γιάσερ θα εξεταστεί αποκλειστικά κατ’αρχήν ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού. Μολονότι η αίτησή του καταγράφηκε το 2019, διατρέχει κίνδυνο επανεισδοχής στην Τουρκία με αιτιολογία τη δυνατότητά του να ζητήσει προστασία στην εν λόγω χώρα, χωρίς να έχει εξεταστεί το αίτημά του στην ουσία του από τις ελληνικές αρχές.
Πρόσφατες, δε, νομοθετικές αλλαγές πρόκειται να θέσουν περαιτέρω εμπόδια στην πρόσβαση των επιστρεφόμενων στη διαδικασία ασύλου. Κατόπιν της τροποποίησης του νομοθετικού πλαισίου τον Σεπτέμβριο του 2021, η καταγραφή δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου υπόκειται σε παράβολο 100 ευρώ στην Υπηρεσία Ασύλου.
Η υπόθεση του Γιάσερ καταδεικνύει την ακυρότητα των εγγυήσεων που παρέχονται από τις ελληνικές αρχές σχετικά με την πρόσβαση των επιστρεφόμενων σε δίκαιη διαδικασία ασύλου και σε συνθήκες υποδοχής, εφόσον δεν αντιστοιχούν στην τρέχουσα πρακτική που ακολουθείται στην Ελλάδα.
*Το όνομα έχει αλλάξει για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων και ασφαλείας.