Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας 2025:
«Ένα ουράνιο τόξο στα σύννεφα»
Τέσσερις προσφύγισσες μοιράζονται τις σκέψεις τους
Η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, στις 8 Μαρτίου, αποτελεί μια παγκόσμια έκκληση σε δράση για την ισότητα των φύλων και τη γυναικεία ενδυνάμωση. Είναι μια ημέρα που δίνει φωνή στις ίδιες τις γυναίκες.
Το 2024, 19.278 κορίτσια και γυναίκες υπέβαλαν αίτηση για άσυλο στην Ελλάδα (26% του συνόλου των αιτήσεων ασύλου). Με αφορμή την 8η Μαρτίου, μια συμβολική ημέρα για το γυναικείο κίνημα, η Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) μοιράζεται τη φωνή τεσσάρων γυναικών από διαφορετικά υπόβαθρα.
Μέσα από τις προσωπικές τους αφηγήσεις, αυτές οι γενναίες γυναίκες μας υπενθυμίζουν ότι, παρά το γεγονός ότι άφησαν πίσω τις ζωές τους, τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους, και παρά τις επικίνδυνες διαδρομές που διένυσαν, κατάφεραν να επιβιώσουν και να μεταφέρουν μαζί τους κάτι πολύτιμο: μια εμπειρία, μια ανάμνηση, και τη δύναμή τους.
Σε κάθε συνέντευξη, τους θέσαμε μια κεντρική ερώτηση: «Τι φέρατε μαζί σας από τη χώρα σας;» Αφού πέρασαν τοίχους και φράχτες, βουνά και θάλασσες, σήμερα μπορούν να κρατηθούν από εκείνο το ένα αντικείμενο – εκείνο το «ουράνιο τόξο στα σύννεφα» – ως σύμβολο επιβίωσης, ελπίδας και μετασχηματισμού. Επιπλέον, οι γυναίκες μας μιλούν για τον τρόπο με τον οποίο η αγαπημένη τους μουσική, ένας πολύτιμος δεσμός με το σπίτι τους πίσω στη χώρα τους, αντηχεί τη δύναμη της ψυχής τους.
Τις ρωτήσαμε για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στις χώρες καταγωγής τους, τι τις κράτησε δυνατές μέχρι να φτάσουν στην Ελλάδα, τις αντιθέσεις ανάμεσα σε αυτά που είχαν ακούσει για την Ελλάδα πριν φτάσουν και τις πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν τώρα, καθώς και για τις ελπίδες τους για το μέλλον. Ακολουθούν οι μαρτυρίες τους.
Σημείωση: Η φράση «ένα ουράνιο τόξο στα σύννεφα» προέρχεται από το ποίημα της Μάγια Αγγέλου «Προσπάθησε να γίνεις το ουράνιο τόξο στο σύννεφο κάποιου άλλου.». Το ποίημα μας καλεί να μεταδίδουμε ελπίδα και φως ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές, αντανακλώντας το διαχρονικό μήνυμα της Αγγέλου για ανθεκτικότητα, μετασχηματισμό και αλληλεγγύη.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Deniz*, από το Αφγανιστάν
- Τι φέρατε μαζί σας από τη χώρα σας;
«Τα μόνα πράγματα που μας έμειναν από τα λιγοστά υπάρχοντά μας όταν φτάσαμε στην Ελλάδα ήταν τα ρούχα που φορούσαμε και τα παπούτσια στα πόδια μας.»
Σχετικά με τη Deniz*
Η Deniz* από το Αφγανιστάν, 44 ετών, έφτασε στην Ελλάδα μετά από πολλές προσπάθειες να περάσει τα χερσαία σύνορα. Είναι εδώ τέσσερις μήνες μαζί με την εξάχρονη κόρη της και τον σύζυγό της. Έφυγε από το Αφγανιστάν στις αρχές του 2024, αφού υπέστη σοβαρή βία από τους Ταλιμπάν. Στην πορεία τους προς την Ευρώπη, η Deniz* λέει στη RSA ότι αντιμετώπισαν επαναπροωθήσεις και κράτηση, φτάνοντας τελικά στην Ελλάδα με σχεδόν άδεια χέρια. Στις αρχές του 2025, η οικογένεια απέκτησε προσφυγικό καθεστώς. Σύμφωνα με την Deniz*, η υποστήριξη που έλαβαν μετά την άφιξή τους ήταν ελάχιστη.
Η σχέση της Deniz με τη μουσική
Στο Αφγανιστάν, η Deniz* συνήθιζε να ακούει μουσική Bollywood στο σπίτι, ενώ μαγείρευε ή καθάριζε. Όταν όμως οι Ταλιμπάν ανέλαβαν την εξουσία και απαγόρευσαν τη μουσική, αναγκάστηκε να σταματήσει. Δεν άκουσε μουσική ούτε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της προς την Ελλάδα και, μέχρι σήμερα, δεν έχει νιώσει έτοιμη να την ξαναρχίσει.
«Στο Αφγανιστάν, οι γυναίκες δεν μπορούν να ζήσουν ελεύθερα. Δεν μπορούν να κάνουν αυτό που θέλουν. Βρίσκονται διαρκώς υπό τον έλεγχο των ανδρών. Πριν παντρευτώ, η οικογένειά μου έλεγχε αυστηρά τη ζωή μου. Δεν ήμουν ποτέ ελεύθερη. Ευτυχώς, παντρεύτηκα έναν άνδρα που μου έδωσε ελευθερία, αλλά έξω από το σπίτι, καμία γυναίκα στο Αφγανιστάν δεν είναι ελεύθερη. Ένιωθα φόβο, εξάρτηση, ένιωθα ακινητοποιημένη και χωρίς αυτοπεποίθηση.
Το να φύγουμε από το Αφγανιστάν και να φτάσουμε στην Ευρώπη ήταν πολύ δύσκολο. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι μπορεί να πεθάνουμε στον δρόμο. Αυτό που με κράτησε δυνατή ήταν η κόρη μου και τα όνειρά της. Όταν εκείνη φοβόταν ή κουραζόταν, της μιλούσα για όλα τα ωραία πράγματα που θα είχε όταν θα φτάναμε σε ασφαλές σημείο: ‘Θα πας στο σχολείο και θα έχεις το δικό σου ροζ δωμάτιο!’
Συναισθηματικά, το πιο σημαντικό πράγμα που έφερα μαζί μου από το Αφγανιστάν, το οποίο όμως χάθηκε στη διαδρομή, ήταν ένα USB που περιείχε όλες τις φωτογραφίες και τα βίντεο της κόρης μου από τη μέρα που γεννήθηκε. Όταν προσπαθήσαμε για πρώτη φορά να φτάσουμε στην Ελλάδα από την Τουρκία, η ελληνική ακτοφυλακή μας εντόπισε στη θάλασσα, μας σταμάτησε, πέταξε όλες τις τσάντες μας στη θάλασσα και μας επαναπροώθησε πίσω στην Τουρκία. Το USB, μαζί με όλα μας τα έγγραφα και τα ρούχα μας, χάθηκε στα κύματα.
Μέχρι πρόσφατα, είχα ένα ζευγάρι παπούτσια που έφερα από το Αφγανιστάν, γεμάτα αναμνήσεις για μένα. Ήταν κατεστραμμένα, εντελώς φθαρμένα, αλλά με έφεραν μέχρι την Ελλάδα, μου έκαναν παρέα στο δύσκολο ταξίδι και έδωσαν στα πόδια μου τη δύναμη να φτάσω σε ασφαλές μέρος. Μια μέρα ο άντρας μου είπε: ‘Τα παπούτσια σου είναι πολύ παλιά και φθαρμένα, πρέπει να σου πάρουμε καινούρια’. Τα πέταξε και μου πήρε ένα καινούριο ζευγάρι.
Το μοναδικό αντικείμενο που έχω σήμερα από το Αφγανιστάν είναι μία πράσινη μπλούζα. Την κρατάω γιατί είναι το μόνο πράγμα που μου έχει απομείνει από τη χώρα μου. Για την κόρη μου, το πιο σημαντικό πράγμα που φέραμε στην Ελλάδα είναι ένα μικρό παπάκι που το λέει ‘Jifjif’. Είχε χάσει όλα της τα παιχνίδια στη θάλασσα της Ελλάδας. Όταν μας επέστρεψαν στην Τουρκία, της αγόρασα αυτό το παπάκι για να της φτιάξω τη διάθεση. Δεν το φέραμε από το Αφγανιστάν, αλλά ταξίδεψε μαζί της στην Ελλάδα. Τώρα λέει: ‘Αν φύγουμε από την Ελλάδα, θα πάρω το πουλάκι μου μαζί μου’.
Ως προσφύγισσα, γυναίκα και μητέρα, συχνά νιώθω πως τα χέρια μου είναι δεμένα. Την πρώτη φορά που φτάσαμε στην Ελλάδα, έπρεπε να μείνουμε για αρκετές εβδομάδες σε κλειστή δομή. Μόλις μεταφερθήκαμε στη δομή που βρισκόμαστε τώρα, η κόρη μου είχε τόσο πολύ κουραστεί από την απομόνωση πίσω από φράχτες που ήθελε απλώς να βγει έξω. Τότε, αποφασίσαμε με τον άντρα μου να την πάμε μια μικρή βόλτα για να δει κάτι νέο και ευχάριστο. Πήραμε το λεωφορείο, αφού δεν υπάρχει τίποτα να δεις και να πας κοντά στη δομή, αλλά λίγα λεπτά αργότερα, μας έκοψαν πρόστιμο επειδή δεν είχαμε εισιτήρια. Ως μητέρα, δεν μπορώ να δουλέψω ή να κάνω μαθήματα γλώσσας στην πόλη, γιατί πρέπει να φροντίζω την κόρη μου. Της δίνω όλη μου την αγάπη, την προσέχω όταν παίζει έξω, τη στέλνω σχολείο, ελέγχω αν έχει κάνει τα μαθήματά της, τη βοηθάω όταν μπορώ και φροντίζω να τρώει τακτικά – ακόμα κι αν έχω να της δώσω μόνο φαγητό από τη δομή. Από την ημέρα που ήρθαμε στην Ελλάδα, δεν έχουμε λάβει καμία οικονομική βοήθεια, οπότε δεν μπορώ να της αγοράσω τίποτα. Το να είσαι μητέρα προσφύγισσα δεν είναι εύκολο, αλλά κάνω το καλύτερο που μπορώ υπό αυτές τις συνθήκες, γιατί κάθε παιδί αξίζει να είναι ευτυχισμένο.
Με τα καινούρια μου παπούτσια ελπίζω να περπατήσω προς μια καλύτερη ζωή: με ειρήνη, χωρίς να βρίσκομαι υπό διαρκή έλεγχο και πατώντας στα δικά μου πόδια. Θέλω να σπουδάσω και να στηρίξω την κόρη μου να πετύχει τα όνειρά της, ώστε εκείνη και η οικογένειά μου να είναι ευτυχισμένες.»
Το μοναδικό αντικείμενο που έχω σήμερα από το Αφγανιστάν είναι μία πράσινη μπλούζα. Την κρατάω γιατί είναι το μόνο πράγμα που μου έχει απομείνει από τη χώρα μου. Για την κόρη μου, το πιο σημαντικό πράγμα που φέραμε στην Ελλάδα είναι ένα μικρό παπάκι που το λέει ‘Jifjif’. Είχε χάσει όλα της τα παιχνίδια στη θάλασσα της Ελλάδας. Όταν μας επέστρεψαν στην Τουρκία, της αγόρασα αυτό το παπάκι για να της φτιάξω τη διάθεση. Δεν το φέραμε από το Αφγανιστάν, αλλά ταξίδεψε μαζί της στην Ελλάδα. Τώρα λέει: ‘Αν φύγουμε από την Ελλάδα, θα πάρω το πουλάκι μου μαζί μου’.
Ως προσφύγισσα, γυναίκα και μητέρα, συχνά νιώθω πως τα χέρια μου είναι δεμένα. Την πρώτη φορά που φτάσαμε στην Ελλάδα, έπρεπε να μείνουμε για αρκετές εβδομάδες σε κλειστή δομή. Μόλις μεταφερθήκαμε στη δομή που βρισκόμαστε τώρα, η κόρη μου είχε τόσο πολύ κουραστεί από την απομόνωση πίσω από φράχτες που ήθελε απλώς να βγει έξω. Τότε, αποφασίσαμε με τον άντρα μου να την πάμε μια μικρή βόλτα για να δει κάτι νέο και ευχάριστο. Πήραμε το λεωφορείο, αφού δεν υπάρχει τίποτα να δεις και να πας κοντά στη δομή, αλλά λίγα λεπτά αργότερα, μας έκοψαν πρόστιμο επειδή δεν είχαμε εισιτήρια. Ως μητέρα, δεν μπορώ να δουλέψω ή να κάνω μαθήματα γλώσσας στην πόλη, γιατί πρέπει να φροντίζω την κόρη μου. Της δίνω όλη μου την αγάπη, την προσέχω όταν παίζει έξω, τη στέλνω σχολείο, ελέγχω αν έχει κάνει τα μαθήματά της, τη βοηθάω όταν μπορώ και φροντίζω να τρώει τακτικά – ακόμα κι αν έχω να της δώσω μόνο φαγητό από τη δομή. Από την ημέρα που ήρθαμε στην Ελλάδα, δεν έχουμε λάβει καμία οικονομική βοήθεια, οπότε δεν μπορώ να της αγοράσω τίποτα. Το να είσαι μητέρα προσφύγισσα δεν είναι εύκολο, αλλά κάνω το καλύτερο που μπορώ υπό αυτές τις συνθήκες, γιατί κάθε παιδί αξίζει να είναι ευτυχισμένο.
Με τα καινούρια μου παπούτσια ελπίζω να περπατήσω προς μια καλύτερη ζωή: με ειρήνη, χωρίς να βρίσκομαι υπό διαρκή έλεγχο και πατώντας στα δικά μου πόδια. Θέλω να σπουδάσω και να στηρίξω την κόρη μου να πετύχει τα όνειρά της, ώστε εκείνη και η οικογένειά μου να είναι ευτυχισμένες.»
Sagal*, από τη Σομαλία
- Τι φέρατε μαζί σας από τη χώρα σας;
«Αν με ρωτάτε τι έφερα από τη Σομαλία, θα μπορούσα να πω ότι έφερα πολύ πόνο, αν και δεν ήταν επιλογή μου. … Αλλά θα σας πω το εξής: Αυτό που επέλεξα να φέρω είναι μια ανάμνηση δύναμης.»
Σχετικά με τη Sagal*
Η Sagal*, 35 ετών, από τη Σομαλία, είναι μόνη γυναίκα και μητέρα οκτώ παιδιών. Έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές του καλοκαιριού του 2023 μαζί με μία από τις ενήλικες κόρες της. Την άνοιξη του 2024, έλαβε τη δεύτερη απορριπτική απόφαση στο αίτημα ασύλου της, ενώ η κόρη της, που μόλις είχε κλείσει τα 18 και της οποίας η υπόθεση εξετάστηκε ξεχωριστά, έλαβε θετική απόφαση. Εδώ και σχεδόν έναν χρόνο ζει χωρίς καμία κρατική οικονομική στήριξη σε μια προσφυγική δομή έξω από την Αθήνα.
Η σχέση της Sagal με τη μουσική
Το αγαπημένο τραγούδι της Sagal είναι το “I love you” της Celine Dion. Λέει πως πάντα αγαπούσε την αγγλική μουσική. Αυτό το τραγούδι της ξυπνά μια αγαπημένη ανάμνηση από την παιδική της ηλικία. Το άκουγε μαζί με την καλύτερή της φίλη, η οποία τη ρωτούσε: «Τι λέει;» Εκείνη μετάφραζε τους στίχους, παρόλο που δεν τους καταλάβαινε πλήρως. Έλεγε απλώς ό,τι της ερχόταν στο μυαλό και γελούσαν μαζί.
«Στη Σομαλία, εμείς οι γυναίκες δεν έχουμε καμία εξουσία, δεν προστατευόμαστε και δεν έχουμε δικαιώματα – διαρκώς μας κακοποιούν. Από μικρή ηλικία, πολλά κορίτσια εξαναγκάζονται να παντρευτούν. Οι γυναίκες υποφέρουν από βία μέσα στο σπίτι, από τους συζύγους και τους άνδρες συγγενείς τους, αλλά και στους δημόσιους χώρους. Ο βιασμός και ο θάνατος είναι μεγάλες απειλές για εμάς. Πώς να το εξηγήσω… δεν υπάρχει κανένα ασφαλές μέρος και τα τυχαία περιστατικά βίας από αγνώστους αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητας.
Η κοινωνία στη Σομαλία εξαναγκάζει τις γυναίκες να εξαρτώνται από τους άνδρες. Για μένα προσωπικά, το χειρότερο που μου συνέβη ήταν η γυναικεία περιτομή – μια επώδυνη εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είναι ο βασικός λόγος που νιώθω ότι έχασα τη ζωή μου, ένα συναίσθημα που μοιράζονται τα περισσότερα κορίτσια και οι γυναίκες στη Σομαλία.
Βίωσα πολλή βία στη χώρα μου και μια σοβαρή επίθεση στον δρόμο, εναντίον του γιου μου και εμένα, με ανάγκασε να φύγω αναζητώντας ασφάλεια. Πάλεψα μόνη μου και τα κατάφερα. Δεν ξέρω πώς βρήκα αυτή τη δύναμη, αλλά ξέρω ότι προστάτεψα τον γιο μου και τον εαυτό μου. Αυτή η ανάμνηση μου δίνει πάντα δύναμη.
Αν με ρωτάτε τι έφερα από τη Σομαλία, θα μπορούσα να πω ότι έφερα πολύ πόνο, αν και δεν ήταν επιλογή μου. Το μόνο αντικείμενο που κατάφερα να σώσω ήταν τα σκουλαρίκια που φοράω τώρα. Κρύβουν μια μυστική ιστορία αγάπης. Αλλά θα σας πω το εξής: Αυτό που επέλεξα να φέρω είναι μια ανάμνηση δύναμης.
Πάντα φανταζόμουν ότι η Ελλάδα θα ήταν διαφορετική από τη Σομαλία, γιατί στη Σομαλία ο καθένας μπορεί να έχει όπλο, ενώ στην Ευρώπη αυτό απαγορεύεται. Και πράγματι, εδώ νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Νιώθω ότι ως γυναίκα, τώρα έχω δικαιώματα, δύναμη και ελευθερία, κάτι που με κάνει να αισθάνομαι πιο ασφαλής από ό,τι όταν πρωτοήρθα. Φυσικά, υπάρχουν και προβλήματα. Η προσφυγική δομή όπου ζω είναι πολύ μακριά από την πόλη. Μας περιβάλλουν φράχτες και ακόμα κι όταν η πύλη είναι ανοιχτή, νιώθω πως βρίσκομαι σε φυλακή. Νιώθω άγχος, επίσης λόγω της υπόθεσης ασύλου μου. Αισθάνομαι πολύ μοναξιά χωρίς τα παιδιά μου και ανησυχώ συνεχώς γι’ αυτά. Η μεγαλύτερη μου ευχή είναι να έχω όλα μου τα παιδιά κοντά μου, σε ένα μέρος.»
Arezu*, από το Αφγανιστάν
- Τι φέρατε μαζί σας από τη χώρα σας;
«Το πιο πολύτιμο πράγμα που έφερα μαζί μου από το Αφγανιστάν ήμουν εγώ η ίδια! Με το να έρθω εδώ, έσωσα τη ζωή μου.»
Σχετικά με την Arezu*
Η Arezu*, 27 ετών, από το Αφγανιστάν, είναι μια νεαρή γυναίκα που έφυγε απευθείας από το Αφγανιστάν προς την Ελλάδα το 2021, μαζί με την αδερφή της. Πέρασε έναν χρόνο εδώ πριν της χορηγηθεί άσυλο και στη συνέχεια μετακόμισε στην Ελβετία αφού έμεινε άστεγη και χωρίς πόρους για να επιβιώσει. Παρά τα σοβαρά ψυχικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, τον Ιούνιο του 2024 επιστράφηκε αναγκαστικά στην Ελλάδα. Σήμερα, στερείται πρόσβασης στην απαραίτητη ψυχολογική φροντίδα λόγω της απενεργοποίησης του αριθμού κοινωνικής ασφάλισής της (ΑΜΚΑ), αλλά προσπαθεί να επικεντρωθεί στα μαθήματα γλώσσας για να κρατάει το μυαλό της απασχολημένο.
Η σχέση της Arezu με τη μουσική
Στο Αφγανιστάν, η Arezu αγαπούσε κυρίως δύο αφγανικά τραγούδια, και τα δύο με τίτλο «Μητέρα μου» – το καθένα από διαφορετικό καλλιτέχνη. Σήμερα, δεν της αρέσει να τα ακούει, επειδή αναγκάστηκε να αφήσει τη μητέρα της και την υπόλοιπη οικογένειά της πίσω στο Αφγανιστάν. Όλοι/ες υποφέρουν και βρίσκονται σε κίνδυνο. Στεναχωριέται όταν ακούει αυτά τα τραγούδια σήμερα.
«Στο Αφγανιστάν, τα πάντα ήταν δύσκολα για εμάς τις γυναίκες. Δεν είχαμε κανένα δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία ή στην επιλογή. Από τη στιγμή που γεννιέσαι μέχρι τον θάνατό σου, άλλοι – ο πατέρας σου, τα αδέρφια σου, οι θείοι σου, ο σύζυγος ή οι άνδρες συγγενείς του – αποφασίζουν για σένα. Δραπέτευσα από τη χώρα μου με κίνητρο την ελπίδα για ελευθερία και ασφάλεια, θέλοντας να ξεφύγω από το έμφυλο απαρτχάιντ, την πατριαρχική καταπίεση, τον βιασμό και τον θάνατο.
Ανήκω στους ελάχιστους ανθρώπους που έφυγαν κατευθείαν από το Αφγανιστάν προς την Ελλάδα χωρίς να χρειαστεί να διασχίσουν μακριές, επικίνδυνες διαδρομές. Ήμουν, κατά κάποιον τρόπο, πιο τυχερή από τους περισσότερους άλλους. Όμως, μπόρεσα να φέρω μαζί μου μόνο μια τσάντα με λίγα ρούχα και τα έγγραφά μου. Σήμερα, από όσα κουβαλούσα τότε, μου έχει απομείνει μόνο ένα παντελόνι. Το κράτησα γιατί ήταν καινούργιο. Τώρα μου είναι πολύ μεγάλο, αφού λόγω της ταλαιπωρίας που περάσαμε στην Ελλάδα και στην Ελβετία και της αναγκαστικής επιστροφής μας, έχω χάσει πολλά κιλά. Δεν μου κάνει πλέον, αλλά το κρατάω γιατί κουβαλάει τη μυρωδιά του ‘σπιτιού’. Οι αναμνήσεις μου από το Αφγανιστάν είναι τρομακτικές, αλλά εξακολουθούσε να είναι το σπίτι μου. Το πιο πολύτιμο πράγμα που έφερα μαζί μου από το Αφγανιστάν ήμουν εγώ η ίδια! Με το να έρθω εδώ, έσωσα τη ζωή μου.
Σήμερα νιώθω πως δεν μου έχει μείνει καμία ελπίδα ή δύναμη. Όπου κι αν στράφηκα, οι πόρτες έκλειναν μπροστά μου. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθώ να προχωρήσω με μικρά βήματα, επιχειρώντας να αλλάξω τη ζωή μου, αν και δεν ξέρω πώς.
Η πρώτη περίοδος που πέρασα στην Ελλάδα ήταν σαν κόλαση για την αδερφή μου και εμένα. Όταν έφυγα, δεν ήθελα ποτέ να επιστρέψω. Όμως, η Ελβετία μας ανάγκασε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Είναι πολύ δύσκολο να χτίσεις μια ζωή στην Ελλάδα χωρίς να γνωρίζεις τη γλώσσα, χωρίς να καταλαβαίνεις την κουλτούρα. Για εμάς, η ζωή χωρίς τις οικογένειές μας ήταν μια νέα εμπειρία. Νιώθεις απελπισία, κατάθλιψη, φόβο και θυμό, αλλά δεν μπορείς να μοιραστείς αυτά τα συναισθήματα με κανέναν. Δεν ξέρεις πού να βρεις καταφύγιο, και ακόμα κι αν βρεις, είναι μόνο προσωρινό. Νιώθεις παγιδευμένη, γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δεν έχεις χρήματα να μετακινηθείς. Δεν μπορείς καν να πας σε νοσοκομείο για εξετάσεις και θεραπεία. Νιώθω πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αλλάξω την κατάστασή μου εδώ. Νιώθω σαν ξένη. Η προσφυγιά είναι μια σκληρή εμπειρία. Δεν ξέρω πραγματικά από πού να ξεκινήσω για να ξαναχτίσω το μέλλον μου.
Εύχομαι ειρήνη, ευτυχία και υγεία. Θέλω να γίνω αρκετά δυνατή για να στηρίξω την οικογένειά μου και να απολαύσω μια καλή ζωή. Θέλω να σπουδάσω διεθνείς σχέσεις ή νομική. Πάντα ονειρευόμουν να γίνω μέλος του κοινοβουλίου εδώ στην Ευρώπη – όχι στο Αφγανιστάν. Θέλω να βοηθήσω άλλους ανθρώπους.»
Aminata*, από τη Σιέρα Λεόνε
- Τι φέρατε μαζί σας από τη χώρα σας;
«Μπόρεσα να φέρω μαζί μου μόνο την ελεύθερη βούλησή μου.»
Σχετικά με την Aminata*
Η Aminata*, 28 ετών, από τη Σιέρα Λεόνε, έφτασε στην Ελλάδα μαζί με τη μικρή της κόρη και τον σύζυγό της, ενώ ήταν έγκυος στον γιο της. Η μικρή οικογένεια της Aminata έφτασε στη Λέσβο στις αρχές Νοεμβρίου 2024. Σήμερα, δεν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος από τότε που αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα τους. Οι φρικτές αναμνήσεις είναι ακόμα πολύ ζωντανές. Εδώ και έναν μήνα, ζουν σε μια προσφυγική δομή μακριά από την Αθήνα, περιμένοντας τη συνέντευξη ασύλου τους.
Η σχέση της Aminata με τη μουσική
Το αγαπημένο τραγούδι της Aminata είναι ένα γκόσπελ τραγούδι. Όταν το ακούει, της ενισχύει την πίστη της και της δίνει ελπίδα να αντέξει τις δύσκολες στιγμές, όπως λέει. Η θρησκεία είναι πολύ σημαντική για εκείνη. Όταν είναι λυπημένη και νιώθει πως δεν θέλει να μιλήσει σε κανέναν, βάζει να παίζει αυτό το τραγούδι, που της προσφέρει παρηγοριά.
«Στη Σιέρα Λεόνε δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα για τις γυναίκες. Οι γυναίκες υποφέρουν από εκτεταμένη ψυχική και σωματική κακοποίηση. Η κυρίαρχη νοοτροπία της κοινωνίας είναι πως οι γυναίκες πρέπει να είναι υποτακτικές και να βρίσκονται πίσω από τους άντρες. Ακόμα και στο ίδιο σου το συζυγικό σπίτι, μπορείς να υποστείς κακοποίηση. Επιπλέον, οι γυναίκες και τα κορίτσια υποβάλλονται σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων και αναγκαστικούς γάμους. Βιώνουμε πολλή βία.
Θα ήθελα να είχα καταφέρει να φέρω μαζί μου κάτι που να κρατούσε πολύτιμες αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία και το σπίτι μου, αλλά έπρεπε να φύγουμε μέσα σε μια νύχτα, γιατί βρισκόμασταν σε άμεσο κίνδυνο. Κυριολεκτικά έπρεπε να τρέξουμε, οπότε δεν μπορούσαμε να πάρουμε τίποτα. Μπόρεσα να φέρω μαζί μου μόνο την ελεύθερη βούλησή μου.
Αυτό που μου έδωσε τη δύναμη να φύγω και να κάνω αυτό το μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι ήταν η κόρη μου. Οι ζωές και των δυό μας ήταν σε κίνδυνο. Έπρεπε να την πάω σε ένα ασφαλές μέρος, να την προστατεύσω, ώστε να μπορέσει να μεγαλώσει με ειρήνη και ελευθερία. Αυτό μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω.
Φτάσαμε στην Ελλάδα με πολλές δυσκολίες, διασχίζοντας τη θάλασσα, ενώ ήμουν έγκυος στο δεύτερο παιδί μου. Είμαι χαρούμενη που φτάσαμε όλοι και όλες με ασφάλεια, αλλά το ταξίδι ήταν πολύ σκληρό και τρομακτικό. Στην προσφυγική δομή όπου ζούμε τώρα, η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη σε σχέση με τις βασικές μας ανάγκες. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο. Ζούμε μακριά από την Αθήνα και καμία ανθρωπιστική οργάνωση δεν μας επισκέπτεται. Όμως, τελικά, ξεφύγαμε από τη βία.
Η ευχή μου είναι να αποκτήσουμε κατάλληλα έγγραφα, να εγκατασταθούμε και να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές και άνετο περιβάλλον για τα παιδιά μου και εμένα.»