Scroll Top

Ζωές σε κίνδυνο:
Οικογένειες που διαχωρίζονται μετά από επιχειρήσεις επαναπροώθησης

Ζωές σε κίνδυνο:
Οικογένειες που διαχωρίζονται μετά από επιχειρήσεις επαναπροώθησης

Οι επιχειρήσεις άτυπων αναγκαστικών επιστροφών (επαναπροωθήσεις/push backs) και άλλες πρακτικές αποτροπής συνεχίζουν να θέτουν καθημερινά ζωές σε κίνδυνο, στα χερσαία και ποτάμια σύνορα της Ελλάδας, καθώς και στο Αιγαίο Πέλαγος. «Στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις push backs στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα έχουν γίνει de facto γενική πολιτική,» σημειώνει ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Μεταναστών σε περσινή του έκθεση. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι παράνομες, παραβιάζοντας το εθνικό και διεθνές δίκαιο καθώς και τα δικαιώματα των προσφύγων. Οι πρακτικές αυτές έχουν πλέον μετεξελιχθεί σε οργανωμένες επιχειρήσεις επαναπροωθήσεων ακόμη και σε περιπτώσεις που οι αιτούντες/ούσες άσυλο έχουν ήδη φτάσει σε κάποιο από τα ελληνικά νησιά – αποτελώντας πλέον επιχειρήσεις «απαγωγής». Την ίδια στιγμή, δυστυχώς, δεν λαμβάνει χώρα καμία αποτελεσματική, ποινική ή διοικητική διερεύνηση των συνθηκών για τα εκάστοτε καταγγελλόμενα περιστατικά.

«Στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις push backs στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα έχουν γίνει de facto γενική πολιτική»

Από την έκθεση του
Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ
για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Μεταναστών,
Felipe González Morales

Κατά τη διάρκεια αυτών των επαναπροωθήσεων/push backs, οι νεοαφιχθείσες οικογένειες προσφύγων συχνά διαχωρίζονται βίαια. Όσα μέλη της οικογένειας παραμείνουν στην Ελλάδα οδηγούνται σε δομές ανά την επικράτεια, ενώ όσοι και όσες επιστραφούν βίαια στην Τουρκία βρίσκονται σε εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες, χωρίς πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου, και σε πολλές περιπτώσεις υπό κράτηση και με κίνδυνο απέλασης. Τα μέλη των οικογενειών που παραμένουν στην Ελλάδα ενδέχεται να μην έχουν καμία πληροφορία για το πού βρίσκονται οι οικογένειές τους για μέρες, ενώ, αφού μάθουν νέα τους, δεν υπάρχουν διαθέσιμες νομικές διαδικασίες για την επανένωσή τους. Αντιθέτως, τα μέλη της οικογένειάς τους κινδυνεύουν να απελαθούν στις χώρες καταγωγής τους, όπου, στις περισσότερες περιπτώσεις, αντιμετωπίζουν κινδύνους για τη ζωή και την ελευθερία τους – κάτι που επιπλέον θα σημαίνει ότι θα χαθεί κάθε πιθανότητα επανένωσης της οικογένειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα θύματα αυτού του βίαιου διαχωρισμού δεν έχουν κανένα μέσο ή υποστήριξη ώστε να ξεπεράσουν το τραύμα από όσα βίωσαν στα σύνορα.

Περιεχόμενα

Από το καλοκαίρι του 2022, η Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA), με την υποστήριξη της PRO ASYLέχει αναλάβει τη νομική υποστήριξη και εκπροσώπηση περισσότερων από 10 (δέκα) τέτοιων περιπτώσεων διαχωρισμού οικογενειών μετά από επαναπροωθήσεις/push backs, όπως αυτές παρουσιάζονται συνοπτικά στο τέλος του παρόντος κειμένου.

Σε αυτό το κείμενο επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε την ιστορία μιας χαρακτηριστικής τέτοιας υπόθεσης, την οποία εκπροσωπεί η Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA): Ο Abas και ο Basir* χωρίστηκαν από τις συζύγους και τα παιδιά τους, οι οποίες/α υπέστησαν επαναπροώθηση στη Λέσβο στις αρχές του 2023: 22 άτομα είχαν φτάσει στο νησί , και τα 17 από αυτά εξαναγκάστηκαν παράνομα να επιστρέψουν στην Τουρκία. Εδώ, ακολουθεί η ιστορία τους.

Η υπόθεση των Abas και Basir

Στις αρχές του 2023, μια βάρκα που μετέφερε 22 άτομα, μεταξύ των οποίων 9 παιδιά, όλοι αιτούντες και αιτούσες άσυλο από το Αφγανιστάν, έφτασε στη Λέσβο. Στην ομάδα βρίσκονταν και άτομα που χρειάζονταν ιατρική βοήθεια και φροντίδα: μια έγκυος γυναίκα, άρρωστα παιδιά και ηλικιωμένοι/ες με προβλήματα υγείας.

Οι Abas και Basir, που και οι δύο εγκατέλειψαν το Αφγανιστάν για να αποφύγουν τις προσωπικές διώξεις από τους Ταλιμπάν και έχουν πλέον σήμερα αναγνωρισθεί ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, ταξίδεψαν με την ίδια βάρκα μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, αντιμετώπισαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, καθώς ο άνεμος φυσούσε δυνατά και μεγάλα κύματα χτυπούσαν τη βάρκα. Όταν τελικά αποβιβάστηκαν στην ακτή, όλοι οι επιβάτες της βάρκας άρχισαν να περπατούν σε κοντινή πλαγιά. Τα περισσότερα παιδιά ήταν εξαντλημένα και δεν μπορούσαν να περπατήσουν, οπότε οι γονείς τους και άλλοι ενήλικες έπρεπε να κρατούν από ένα παιδί για να τα ανεβάσουν στην απότομη πλαγιά.

Σύντομα η ομάδα σταμάτησε σε ένα σημείο όπου μπορούσαν να ξεκουραστούν για λίγο και να περιμένουν βοήθεια. Οι Abas και Basir μαζί με άλλους τρεις από την ομάδα, περπάτησαν λίγο πιο πέρα για να βρουν σήμα κινητής τηλεφωνίας και να καλέσουν βοήθεια. Έστειλαν την έκκληση και το στίγμα τους σε αρμόδιους οργανισμούς και οργανώσεις ζητώντας άμεσα βοήθεια και ιατρική υποστήριξη, μαζί με φωτογραφίες της ομάδας. Ένα κλιμάκιο Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης έφτασε περίπου 30-40 λεπτά αργότερα και όλοι μαζί επέστρεψαν στο σημείο όπου είχαν αφήσει τους υπόλοιπους/ες. Δεν βρήκαν κανέναν και καμία εκεί, αλλά βρήκαν τα προσωπικά τους αντικείμενα πεταμένα κάτω (τσάντες, φορτιστές κ.λπ.).

Ειδοποιήθηκε εκ νέου η αστυνομία για τη συγκεκριμένη τοποθεσία των 5 ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των Abas και Basir, οι οποίοι στη συνέχεια συνελήφθησαν από τις αρχές και μεταφέρθηκαν στην Ελεγχόμενη Δομή Προσωρινής Φιλοξενίας Δυτικής Λέσβου (Μεγάλα Θέρμα ή Καστέλια), μια εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά καιρούς για την αρχική κράτηση νεοεισερχομένων. Όλοι τους παρέμειναν κρατούμενοι επί τέσσερις ημέρες στη Δομή χωρίς να τους κοινοποιηθεί οποιαδήποτε απόφαση σύλληψης ή κράτησης, χωρίς να ενημερωθούν για το νομικό τους καθεστώς και χωρίς να υποβληθούν σε καμία επίσημη διαδικασία καταγραφής, όπως προβλέπει ο νόμος – ούτε οι αιτήσεις ασύλου τους καταγράφηκαν αμέσως. Αυτό συνέβη μόνο μερικές ημέρες αργότερα, όταν τελικά μεταφέρθηκαν στην Κλειστή Ελεγχόμενη Δομή (ΚΕΔ) στο Μαυροβούνι της Λέσβου. Από την πρώτη στιγμή της καταγραφής τους, οι Abas και Basir ανέφεραν το περιστατικό στις αρχές της Δομής και στη FRONTEX, παρέχοντας ταυτόχρονα όλες τις σχετικές πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία. Υπέβαλαν, ,στη συνέχεια, λεπτομερείς αναφορές σχετικά με τον διαχωρισμό από τις οικογένειές τους και την επαναπροώθησή τους ενώπιον και της Υπηρεσίας Ασύλου.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Abas και Basir ενημερώθηκαν για την τύχη των συγγενών τους μόνο την επόμενη ημέρα της εξαφάνισής τους, καθώς μόνο τότε η σύζυγος του Basir κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του τηλεφωνικά. Του είπε ότι μαζί με τους υπόλοιπους δεκαέξι επιβάτες της βάρκας με την οποία έφτασαν στη Λέσβο, συνελήφθησαν από μασκοφόρους και στη συνέχεια εξαναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Τουρκία. Συγκεκριμένα, οι σύζυγοι των Abas και Basir, που επαναπροωθήθηκαν στην Τουρκία, τους είπαν ότι είχαν συμβεί τα εξής:

«Όταν χωριστήκαμε με τον άντρα μου, ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί ο άντρας μου βρισκόταν σε μια άλλη χώρα, κι εγώ σε μια άλλη, διαφορετική χώρα. Να βρίσκεσαι σε μια ξένη χώρα και να μην ξέρεις κανέναν, και να σκέφτεσαι και τα παιδιά - όλα ήταν πολύ δύσκολα για μένα. Δυσκολεύτηκα για πάρα πολύ καιρό, ήμουν 7 μήνες μακριά από τον άντρα μου. Πέρασα πάρα πολλές δυσκολίες και δυστυχίες. Το πιο άσχημο συναίσθημα που είχα ήταν ότι σκεφτόμουν, περνούσε από το μυαλό μου, ότι [ίσως] ποτέ δεν θα μπορούσα να ξαναδώ τον άντρα μου - και τι θα κάνω σε αυτή την ξένη χώρα, μόνη μου, με τα παιδιά. Μονίμως είχα άγχος, στρες. Αλλά δόξα τον θεό, ξαναήρθα, ξανασυνάντησα τον άντρα μου.»​

Rahma*, σύζυγος του Basir, που υπέστη επαναπροώθηση από τη Λέσβο στην Τουρκία μαζί με τα παιδιά της και διαχωρίστηκε από τον σύζυγό της

Photo of a liferaft from an older publication
Φωτογραφία πλωτής φουσκωτής σχεδίας από παλιότερη δημοσίευση της Εφημερίδας των Συντακτών

Ενώ τα δεκαεπτά άτομα, μεταξύ των οποίων εννέα παιδιά και έξι γυναίκες, παρέμεναν όλα μαζί περιμένοντας βοήθεια, ξαφνικά εμφανίστηκαν άνδρες ντυμένοι στα μαύρα, μασκοφόροι, με όπλα και ραδιοεξοπλισμό, και τους περικύκλωσαν. Οι πρόσφυγες έμειναν ακίνητοι, καθώς, από την εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους, κατάλαβαν ότι επρόκειτο για αστυνομικούς. Κάποια παιδιά άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν. Όλα τα άτομα της ομάδας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών (!), εξαναγκάστηκαν να γδυθούν. Οι ένοπλοι τους έκαναν σωματικό έλεγχο, άδειασαν τις τσάντες τους και τους πήραν τα κινητά τους τηλέφωνα, πριν τους εξαναγκάσουν να κινηθούν προς ένα βαν χωρίς παράθυρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτή τη βίαιη μεταχείριση υπεβλήθησαν όλοι και όλες χωρίς εξαίρεση, ακόμη και οι γυναίκες που κουβαλούσαν τα παιδιά τους καθώς και ηλικιωμένοι/ες με καρδιακές παθήσεις. Κατα τη διάρκεια της σωματικής έρευνας, χτύπησαν και τη σύζυγο του Abas στο στομάχι, η οποία ήταν 3 μηνών έγκυος εκείνη τη στιγμή.

Όλα τα άτομα της ομάδας, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων, των θυγατέρων και των γιων των Abas και Basir, επιβιβάστηκαν στο βαν και, μετά από ταξίδι περίπου 2 – 2,5 ωρών, μεταφέρθηκαν σε μία παραλία με μικρή αποβάθρα, όπου παραδόθηκαν σε άλλους μασκοφόρους άνδρες, οι οποίοι ήταν επίσης οπλισμένοι, ντυμένοι με σκούρα ρούχα και κρατούσαν ραδιοεξοπλισμό. Στη συνέχεια τους εξανάγκασαν να μπουν σε μια βάρκα που τους μετέφερε σε ένα σκάφος και, αφού εξέπλευσαν ,σύντομα τους έβαλαν σε μια πλωτή φουσκωτή σχεδία που έμοιαζε με «καλάθι» και τους άφησαν στη θάλασσα. Το μεγαλύτερο σκάφος που τους μετέφερε προηγουμένως, άρχισε να προκαλεί κυματισμό και αργότερα έφυγε εγκαταλείποντας τους. Αφού απομακρύνθηκε, εθεάθη να κυματίζει με ελληνική σημαία.

Οι πρόσφυγες παρέμειναν εγκαταλελειμμένοι/ες στη θάλασσα για περίπου δύο ώρες. Το πλωτό μέσο όπου τους είχαν ρίξει, είχε αρχίσει να παίρνει νερό όταν μια κοντινή ψαρόβαρκα τους εντόπισε και ενημέρωσε την τουρκική ακτοφυλακή. Η τουρκική ακτοφυλακή ήρθε να τους περισυλλέξει από τη θάλασσα, στη συνέχεια τους συνέλαβε και τους μετέφερε σε κέντρο κράτησης μεταναστών/ριών. 

Μόνο πέντε άτομα από την αρχική ομάδα, ανάμεσα τους οι Abas και Basir, γλίτωσαν από αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί απολύτως ως επιχείρηση επαναπροώθησης – στην πραγματικότητα μια «επιχείρηση απαγωγής». Τα πράγματα θα είχαν πιθανόν εξελιχθεί διαφορετικά αν οι Abas και Basir και τα άλλα 3 άτομα της ομάδας δεν είχαν πάει σε κοντινό σημείο για να βρουν σήμα κινητής τηλεφωνίας προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια και να στείλουν την τοποθεσία τους.

Αναφορά/διερεύνηση του περιστατικού και τρέχουσα κατάσταση των ανθρώπων

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο βίαιος διαχωρισμός των Abas και Basir από τις οικογένειές τους, καθώς και οι μαρτυρίες των συζύγων τους, αναφέρθηκαν επίσημα και αρμοδίως από τους ίδιους στην Υπηρεσία Υποδοχής και Ταυτοποίησης και στη FRONTEX αμέσως μετά την άφιξη τους στην ΚΕΔ Λέσβου. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ήταν παρόντες υπάλληλοι διαφόρων υπηρεσιών της Δομής, προσωπικό της FRONTEX και ένας Έλληνας αστυνομικός. Τους έδειξαν, επίσης, όλες τις σχετικές φωτογραφίες από τα κινητά τους τηλέφωνα και απάντησαν στις ερωτήσεις σχετικά με το περιστατικό. Μετά τη διαδικασία αυτή, δεν τους ζητήθηκε να υπογράψουν τίποτα, ούτε τους δόθηκε κάποιο σχετικό έγγραφο.

Στις αρχές Απριλίου του 2023, το αρμόδιο προσωπικό του Γραφείου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της FRONTEX ξεκίνησε έρευνα για να υποβάλλει Αναφορά Σοβαρών Περιστατικών (SIR) για το συμβάν. Ήρθαν σε επαφή με τους Abas και Basir και τις συζύγους τους, οι οποίοι/ες τους έδωσαν τις μαρτυρίες τους και όλα τα στοιχεία που είχαν σχετικά με τη βίαιη αναγκαστική απομάκρυνσή τους από τον τόπο όπου βρίσκονταν μετά την άφιξή τους στη Λέσβο και μέχρι την επαναπροώθησή τους πίσω στην Τουρκία.

Οι διαπιστώσεις ή/και τα συμπεράσματα της σχετικής έρευνας κοινοποιούνται αποκλειστικά στις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Ως εκ τούτου, οι Abas και Basir δεν έχουν λάβει καμία γνώση αυτών, ούτε έχουν πρόσβαση σε αυτά μετά την ολοκλήρωση της έρευνας από το Γραφείο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της FRONTEX.

Οι Abas και Basir, με τη συνδρομή δικηγόρων της RSA, υπέβαλαν επίσης καταγγελία ενώπιον του Έλληνα Συνηγόρου του Πολίτη. Η Ανεξάρτητη Αρχή, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της ως Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, κάλεσε την Ελληνική Αστυνομία και το Λιμενικό Σώμα να διερευνήσουν το περιστατικό για πράξεις, ενέργειες ή παραλείψεις του προσωπικού τους.

Σύμφωνα με τον Έλληνα Συνήγορο του Πολίτη, τα καταγγελλόμενα γεγονότα «συνιστούν, μεταξύ άλλων και τουλάχιστον, προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137Α του Ποινικού Κώδικα, αλλά και παράνομες εκ προθέσεως προσβολές της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας και της προσωπικής ακεραιότητας της ατομικής ελευθερίας, μόνο από τα ανωτέρω περιγραφόμενα περιστατικά, αλλά και λόγω ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, στην οποία είναι πιθανή η εμπλοκή μελών του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας ή/και του Λιμενικού Σώματος».

Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία πληροφορία για την έναρξη επίσημης έρευνας σχετικά με το περιστατικό.

  • Η σύζυγος και τα τέσσερα παιδιά του Basir, ηλικίας σήμερα 15, 14, 10 και 5 ετών, βρίσκονται πλέον στην Ελλάδα. Κατάφεραν να φτάσουν με πλοίο στη Λέσβο πριν από λίγους μήνες, μετά από μερικές ακόμα αποτυχημένες προσπάθειες.
  • Ο Abas παραμένει διαχωρισμένος από τη σύζυγό του και τα 3 παιδιά του, τα δύο πρώτα ηλικίας 2 και 4 ετών και το τελευταίο νεογέννητο στην Τουρκία (όπως προαναφέρθηκε, η σύζυγός του ήταν έγκυος όταν έγινε η επαναπροώθηση).

Πολιτικές επαναπροωθήσεων και αποτροπών ως συστηματικές πρακτικές

Οι δικηγόροι της RSA τον τελευταίο χρόνο έχουν καταγράψει σοβαρές καταγγελίες για επαναπροωθήσεις και επακόλουθο διαχωρισμό οικογενειών (σε περισσότερες από 10 υποθέσεις) σε επιχειρήσεις που διεξάγονται στα σύνορα και ακολουθούν παρόμοια μοτίβα.

Σε αυτές τις υποθέσεις που εκπροσωπούνται από τους δικηγόρους της Υποστήριξης Προσφύγων στο Αιγαίο, τα θύματα που έχουν διαχωριστεί από τις οικογένειές τους περιγράφουν πράξεις που σχετίζονται με εξαιρετικά σοβαρές παραβιάσεις της αρχής της μη-επαναπροώθησης και του δικαιώματος στο άσυλο, καθώς και της απαγόρευσης της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης και του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία (με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου). Πρόκειται για πράξεις οι οποίες, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, συνιστούν ποινικά αδικήματα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των μελών των οικογενειών που διαχωρίστηκαν από τους οικείους τους, αυτές οι πρακτικές επαναπροώθησης συχνά περιλαμβάνουν σωματική ή λεκτική βία και απειλές κατά της ζωής και της σωματικής τους ακεραιότητας, συχνά με χρήση όπλων, εξευτελιστική μεταχείριση, αφαίρεση προσωπικών αντικειμένων και εγγράφων ταυτοποίησης, απαγωγή και άτυπη κράτηση σε χώρους υπό εξευτελιστικές συνθήκες.

Οι οικογένειες που υποστηρίζονται από την RSA έχουν χωριστεί κυριολεκτικά στα δύο, σε περιπτώσεις όπου ο ένας γονέας με κάποια από τα παιδιά παρέμεινε στην Ελλάδα και ο άλλος γονέας με τα υπόλοιπα παιδιά εξαναγκάστηκε να επιστρέψει στην Τουρκία (5 περιπτώσεις), μόνες μητέρες χωρίστηκαν από τα παιδιά τους, όπου είτε οι γυναίκες παρέμειναν μόνες τους στην Ελλάδα και ένα από τα παιδιά τους εξαναγκάστηκε να επιστρέψει στην Τουρκία (2 περιπτώσεις) είτε ακόμη και ένα από τα παιδιά παρέμεινε στην Ελλάδα, ενώ η μητέρα εξαναγκάστηκε να επιστρέψει στην Τουρκία σε αβέβαιο καθεστώς (2 περιπτώσεις) ή ακόμη και σε κράτηση (1 περίπτωση).

Αδιαμφισβήτητα, ο βίαιος διαχωρισμός των οικογενειών κατά την προσπάθεια τους να περάσουν τα ελληνοτουρκικά σύνορα (και όχι μόνο, φυσικά) αποτελεί ένα ισχυρό τραυματικό γεγονός. Όταν, δε, πρόκειται για μόνες μητέρες που στην διαδρομή έχασαν τον σύντροφό τους ή κάποιο από τα παιδιά τους, η κατάσταση είναι ακόμα πιο σκληρή. Γυναίκες που, ως επί το πλείστον, δεν έχουν μάθει να ζουν με αυτονομία, ξαφνικά καλούνται να ανταπεξέλθουν σε πολύ απαιτητικές καταστάσεις ενώ βρίσκονται σε πλήρη αποσταθεροποίηση, χωρίς ουσιαστική στήριξη και έχοντας, ταυτόχρονα, να αποδείξουν την καταλληλότητα τους στον γονικό ρόλο. Οι γυναίκες αυτές, μετά τον διαχωρισμό της οικογένειας τους, είναι μόνες, φοβισμένες, ζουν σε συνθήκες ανασφάλειας και αβεβαιότητας κουβαλώντας μια τεράστια ενοχή για το αν θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι παραπάνω για να μην χωριστούν από την οικογένεια τους. Στην Ελλάδα, οι γηγενείς μονογονεϊκές οικογένειες ουσιαστικά στηρίζονται από το ευρύτερο οικογενειακό ή και κοινωνικό δίκτυο καθώς το κράτος αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες τους. Συνεπώς, για τη μονογονεϊκή προσφύγισσα μητέρα, η καθημερινότητα είναι ακόμα πιο δύσκολη, καθώς δεν διαθέτει, για αρκετό καιρό, τυπικά ή άτυπα δίκτυα αλληλοβοήθειας. Σε πολλές περιπτώσεις, οι γυναίκες εμφανίζουν έντονα συμπτώματα μετατραυματικού στρες, γεγονός το οποίο ερμηνεύεται κατά κύριο λόγο ως ατομική δυσλειτουργία, έλλειψη ψυχικής ανθεκτικότητας ή και ψυχιατρικό πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότητα υπεύθυνη για την κατάσταση τους είναι η εφαρμοζόμενη πολιτική.

Μια από τις πιο εμβληματικές περιπτώσεις ναυαγίου μετά από απόπειρα επαναπροώθησης και βίαιου διαχωρισμού οικογένειας με τραγικό τέλος, ήταν η περίπτωση του ναυαγίου στο Αιγαίο Πέλαγος, ανοικτά του Φαρμακονησίου, που έλαβε χώρα στις 20 Ιανουαρίου 2014. Το ναυάγιο συνέβη κατά τη διάρκεια επιχείρησης του ελληνικού λιμενικού σώματος, μιας προσπάθειας επαναπροώθησης σύμφωνα με τους επιζώντες, και η οποία οδήγησε στον θάνατο 11 ανθρώπων – 8 παιδιών και 3 γυναικών, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων και των παιδιών των επιζώντων, όλων προσφύγων από το Αφγανιστάν. Στην Ελλάδα, η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης σύντομα τέθηκε στο αρχείο. Οι επιζώντες αναζήτησαν δικαιοσύνη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπόθεση Safi κατά Ελλάδας).

Στις 7 Ιουλίου 2022 η απόφαση που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωνε ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς και το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) στην περίπτωση αυτού του ναυαγίου. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, ακριβώς λόγω της έλλειψης ενδελεχούς και αποτελεσματικής έρευνας από τις εθνικές αρχές, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει εάν υπήρξε απόπειρα επαναπροώθησης των προσφευγόντων προς τις τουρκικές ακτές. Έτσι, το Δικαστήριο καταδίκασε ομόφωνα την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 2 για διαδικαστικούς λόγους, ενώ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή επί της ουσίας, καθώς οι ελληνικές αρχές δεν είχαν κάνει ό,τι θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται να κάνουν, για να παράσχουν στους προσφεύγοντες και τα μέλη των οικογενειών τους το επίπεδο προστασίας που απαιτεί το άρθρο 2.

Τα τελευταία χρόνια, έχουν υπάρξει συστηματικές καταγγελίες επαναπροωθήσεων προσφύγων στη θάλασσα, στη στεριά στα νησιά καθώς και στα σύνορα του Έβρου, τις οποίες επισημαίνουν μεταξύ άλλων διάφορες υπηρεσίες και μηχανισμοί του ΟΗΕ (Ύπατη Αρμοστεία ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ΔΟΜ, Ομάδα Εργασίας για την αυθαίρετη κράτηση, Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων, Ειδικός εισηγητής για τα δικαιώματα των μεταναστών) και του Συμβουλίου της Ευρώπης (Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων, Κοινοβουλευτική Συνέλευση, Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).

Τέλος, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), η οποία είναι ο Εθνικός Φορέας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην Ελλάδα και το ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας σε θέματα προώθησης και προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εγκαινίασε τον Μηχανισμό Καταγραφής Περιστατικών Άτυπων Αναγκαστικών Επιστροφών τον Σεπτέμβριο του 2021. Ο Μηχανισμός Καταγραφής αποσκοπεί στην παρακολούθηση, καταγραφή και αναφορά περιστατικών άτυπων αναγκαστικών επιστροφών, στην προώθηση και εμπέδωση του σεβασμού της αρχής της μη-επαναπροώθησης, στη διασφάλιση των εγγυήσεων και της συμμόρφωσης με τις νόμιμες διαδικασίες και στην ενίσχυση της λογοδοσίας για αναφερόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναφέρεται ότι συντελούνται κατά τη διάρκεια άτυπων αναγκαστικών επιστροφών. Την περασμένη εβδομάδα, ο Μηχανισμός δημοσίευσε την πρώτη του ετήσια έκθεση για το 2022. Η έκθεση περιλαμβάνει μαρτυρίες για 50 περιστατικά άτυπων αναγκαστικών επιστροφών που, κατά τους ισχυρισμούς των φερόμενων θυμάτων, συνέβησαν από τον Απρίλιο του 2020 έως τον Οκτώβριο του 2022. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο συνολικός αριθμός των φερόμενων θυμάτων σε αυτά τα περιστατικά ανέρχεται σε τουλάχιστον 2.157 άτομα, συμπεριλαμβανομένων 214 γυναικών και 205 παιδιών, καθώς και 103 ατόμων με ιδιαίτερες ανάγκες, όπως άτομα με ιατρικά προβλήματα, με αναπηρίες, υπερήλικες κ.λπ.

Η πρακτική των επαναπροωθήσεων / push backs παραβιάζει τα εθνικά, ευρωπαϊκά και διεθνή νομικά πρότυπα, καθώς και το ίδιο το κράτος δικαίου. Η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση των νεοεισερχομένων από το κράτος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία ευρωπαϊκή πολιτική, πόσο μάλλον από παράνομες πολιτικές, και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο αποτροπής στα ευρωπαϊκά σύνορα. Οι πρακτικές επαναπροώθησης και συστηματικής αποτροπής διαχωρίζουν οικογένειες και θέτουν καθημερινά ζωές σε κίνδυνο στον Έβρο και το Αιγαίο πέλαγος και πρέπει να σταματήσουν αμέσως.

*Τα ονόματα των προσώπων που αναφέρονται σε αυτό το κείμενο έχουν αλλάξει για λόγους προστασίας της ασφάλειας και της ιδιωτικής ζωής.

H Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) παρέχει δωρεάν νομική συνδρομή σε αιτούντες/ούσες άσυλο και αναγνωρισμένους πρόσφυγες και προσφύγισσες, με τη χρηματοδότηση του ιδρύματος PRO ASYL

Εγγραφή στο Newsletter

* απαιτούμενο
Γλώσσα

Intuit Mailchimp