Η Πιλοτική Δίκη για τον ακυρωτικό έλεγχο στη διαδικασία ασύλου ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξετάζει τη συνταγματικότητα της μεταφοράς αρμοδιότητας, για τον ακυρωτικό έλεγχο των αποφάσεων ασύλου που λαμβάνουν οι απαρτιζόμενες από δικαστικούς λειτουργούς Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από τα διοικητικά εφετεία της χώρας στα Διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών και Πειραιώς. Το ζήτημα εξετάζεται στο πλαίσιο πρότυπης δίκης επί τη βάσει τριών αιτήσεων ακύρωσης, τις οποίες υποστηρίζει η Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA).

Το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος: Αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων για τον ακυρωτικό έλεγχο αποφάσεων ανώτερων δικαστών

Από την έναρξη ισχύος του Ν 4636/2019, οι τριμελείς Επιτροπές Προσφυγών, αρμόδιες για την εξέταση προσφυγών κατά αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου, οι οποίες αποτελούν όργανα δικαιοδοτικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ (ΣτΕ Ολ 2347/2017 και 2348/2017), απαρτίζονται εξ ολοκλήρου από πρωτοβάθμιους και δευτεροβάθμιους δικαστικούς λειτουργούς, διοικητικούς πρωτοδίκες και διοικητικούς εφέτες. Με το αρ. 115 του νόμου, τροποποιήθηκε το αρ. 15 Ν 3068/2002, μεταφέροντας την καθ’ ύλην αρμοδιότητα για τον ακυρωτικό έλεγχο διοικητικών πράξεων στον τομέα του ασύλου από τα διοικητικά εφετεία στα διοικητικά πρωτοδικεία. Κατά συνέπεια, διεξάγεται από το διοικητικό πρωτοδικείο ο ακυρωτικός έλεγχος αποφάσεων που δύνανται να λαμβάνονται (και συνήθως λαμβάνονται) από συνθέσεις των Επιτροπών όπου συμμετέχουν ανώτεροι διοικητικοί δικαστές.

Αυτή η αντιστροφή της πάγιας διάρθρωσης της δικαιοδοτικής κρίσης σε στάδια, που ξεκινούν από κατώτερους και καταλήγουν σε ανώτερους δικαστές, είναι πρωτοφανής για τα ελληνικά και πανευρωπαϊκά δεδομένα. Η δικαστική ιεραρχία αποτελεί εχέγγυο ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστή, ενώ η κρίση των δικαστικών αποφάσεων από ανώτερους δικαστές αποτελεί τεκμήριο ότι αυτή θα είναι ουσιαστική και όχι διεκπεραιωτική.

Όπως προβάλλεται στις αιτήσεις, μόνη η εντύπωση που δημιουργείται από την ανατροπή της παγιωμένης ιεραρχικής διάρθρωσης δημιουργεί αναπόφευκτα τον φόβο επηρεασμού των δικαστών από το γεγονός ότι τις αποφάσεις που κρίνουν τις εξέδωσαν αποκλειστικά δικαστές ομόβαθμοι ή/και ανώτεροι και μάλιστα διορισμένοι στις Επιτροπές ως ειδικοί στο άσυλο, ενώ σε συνδυασμό με τις συντμήσεις δικαστικών προθεσμιών και την ανάθεση της προσωρινής δικαστικής προστασίας στον εισηγητή δικαστή αντί στην Επιτροπή Αναστολών, δείχνει ξεκάθαρα τον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα που λαμβάνει η αίτηση ακυρώσεως.

Τα ουσιαστικά ζητήματα των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων

Πέραν του ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος, το οποίο θα κριθεί στο πλαίσιο της πρότυπης δίκης, οι υποθέσεις που εισάγονται στο Συμβούλιο Επικρατείας αποτελούν σημαντική ευκαιρία για την ερμηνεία των κανόνων του ασύλου και την έκδοση καθοδηγητικής νομολογίας από το ανώτατο δικαστήριο επί κρίσιμων ζητημάτων.

Απαράδεκτο αίτησης ασύλου λόγω προστασίας σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ

Η πρώτη υπόθεση αφορά αιτούντα διεθνή προστασία, στον οποίο είχε προηγουμένως χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς στην Ουγγαρία. Οι ελληνικές αρχές απέρριψαν την αίτηση ασύλου του ως απαράδεκτη δυνάμει του λόγου απαράδεκτου που προβλέπεται στο αρ. 33, παρ. 2, περ. α΄ της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, χωρίς, ωστόσο, να προβούν στην απαραίτητη εξέταση του εκ των προβλέψιμων συνθηκών διαβίωσης σοβαρού κινδύνου έκθεσης σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα που χορήγησε το καθεστώς. Όπως έχει διευκρινιστεί από την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στις υποθέσεις Ibrahim και Addis, τόσο οι διοικητικές όσο και οι δικαστικές αρχές των κρατών μελών οφείλουν να εκτιμούν, βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων και επίκαιρων στοιχείων, κατά πόσο υφίστανται ελλείψεις, λόγω των οποίων ο πρόσφυγας θα διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης στη χώρα που του χορήγησε το καθεστώς προστασίας.

Εσωτερική μετεγκατάσταση

Η δεύτερη υπόθεση, η οποία αφορά την κατ’ ουσίαν απόρριψη αίτησης ασύλου Αφγανού πολίτη για θρησκευτικούς λόγους, εγείρει ζητήματα ερμηνείας τόσο των ρητρών υπαγωγής στο καθεστώς πρόσφυγα (εύλογο της αξίωσης να αποκρύπτει ο πρόσφυγας τις πεποιθήσεις του για να αποφύγει την δίωξη) αλλά και των διατάξεων για την εσωτερική μετεγκατάσταση στη χώρα καταγωγής. Αποτελεί, δε, ευκαιρία για αναγκαία καθοδήγηση από το Ανώτατο Ακυρωτικό ως προς την ερμηνεία της κατάστασης ασφαλείας σε επαρχίες του Αφγανιστάν όπως η Herat, λαμβάνοντας υπόψη την έκδοση αντίθετων αποφάσεων από τις Επιτροπές Προσφυγών.

Διαδικασία στα σύνορα: έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας» και ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις

Η τρίτη υπόθεση αφορά την απόρριψη αίτησης ασύλου Σύρου πολίτη, θύματος βασανιστηρίων, ως απαράδεκτης, με αιτιολογία ότι η Τουρκία είναι για αυτόν «ασφαλή τρίτη χώρα». Καίτοι η εν λόγω έννοια και σειρά διατάξεων για τη διαδικασία των συνόρων έχουν ερμηνευθεί στις ΣτΕ Ολ 2347/2017 και 2348/2017, καθίσταται απαραίτητη η επανεξέτασή τους ενόψει νομικών και πραγματικών εξελίξεων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ στις υποθέσεις LH και FMS.

Όππως έχει επισημάνει η RSA, η υποχρέωση των κρατών μελων να εγκαθιδρύσουν στην εθνική νομοθεσία τους κανόνες μεθοδολογίας για τη χρήση της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» ως τεκμηρίου στη διαδικασία ασύλου επιβεβαιώνεται από την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ. Ουδέποτε, ωστόσο, έχουν θεσπιστεί οι σχετικές ρυθμίσεις στην ελληνική νομοθεσία. Η μη ενσωμάτωση του άρθρου 38, παρ. 2 της Οδηγίας και συνακόλουθη έλλειψη ρύθμισης των κανόνων μεθοδολογίας αποτελούν ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, τα οποία δεν έχουν εξεταστεί από την Ολομέλεια του ΣτΕ κατόπιν της νομολογίας του ΔΕΕ.

Παράλληλα, καθίσταται σαφές από τις πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΕ ότι η θέσπιση της διέλευσης από τρίτη χώρα ως κριτηρίου για τη θεμελίωση επαρκούς συνδέσμου μεταξύ του αιτούντος και της εν λόγω χώρας αποτελεί εσφαλμένη μεταφορά του ενωσιακού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη.

Τέλος, η υπόθεση αφορά την παράλειψη της Επιτροπής Προσφυγών να εξετάσει την ανάγκη του αιτούντος ως θύματος βασανιστηρίων για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις στη διαδικασία των συνόρων, καθώς και να λάβει υπόψη την πρόσβασή του σε υπηρεσίες αποκατάστασης κατά την αξιολόγηση της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Παρόμοιες Ειδήσεις